Δυτική Ελλάδα

Η ιστορία και η μνήμη των εκτελέσεων γυναικών στο Αγρίνιο

koi-xantzaraΜέσα από τη μελέτη του ελάχιστου αρχειακού υλικού και των γραπτών πηγών, κυρίως όμως μέσα από τη βιωμένη εμπειρία και τη συλλογική/κοινωνική μνήμη διερευνάται, η ιστορία των αντιστασιακών γυναικών που εκτελέσθηκαν στο Αγρίνιο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εξετάζεται κατά πόσο και πώς αυτή η ιστορία προσδιορίζει την ατομική/συλλογική και την κοινωνική μνήμη, και ιδιαίτερα τη μνήμη των γυναικών και επίσης διερευνάται κατά πόσο και πώς το παρόν νοηματοδοτεί αυτούς τους θανάτους του παρελθόντος. Από την ως τώρα έρευνα, φαίνεται ότι αυτοί οι θάνατοι, ασκούν ως σήμερα μια επίδραση στην τοπική ταυτότητα και κουλτούρα. Διαπιστώνεται επίσης ότι η ιστορία και η μνήμη της δεκαετία; (πόλεμος, κατοχή, αντίσταση εμφύλιος) εμφανίζονται να είναι κατά φύλο προσδιορισμένες,

Κατίνα (Βάγια) Χατζάρα (το γένος Νικολάου και Αρετής Ρήγανη)
Πριν προχωρήσουμε στην προσέγγιση του παραπάνω θέματος, σημειώνεται συνοπτικά ότι το Αγρίνιο και η ευρύτερη περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας υπέστησαν ήδη από το καλοκαιρό του 1943, την εφαρμογή πολύ σκληρών μέτρων καταστολής και βίας από την πλευρά των γερμανών κατακτητών, με την άμεση λίγους μήνες αργότερα, υποστήριξη του Τάγματος Ασφάλειας, Το τελευταίο έκανε την εμφάνισή του στο Αγρίνιο την 22 Φεβρουαρίου του 1944 με διοικητή τον Άγγελο Κέντρου και υποδιοικητή τον Γεώργιο Τολιόπουλο, ο οποίος ανέλαβε την διοίκηση του τάγματος ασφαλείας μετά την παραίτηση του πρώτου. Με βάση τις νεότερες έρευνες, η επιθετική δράση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής και των συνεργατών τους στην περιοχή ήταν αποτέλεσμα στρατιωτικού και πολιτικού σχεδιασμού, προκειμένου να επαναποκτηθεί και να διατηρηθεί ο έλεγχος στρατηγικών σημείων για την απρόσκοπτη διακίνησή τους προς τη Νότια Ελλάδα (όπως π.χ. ο έλεγχος του οδικού άξονα της Δυτικής Ελλάδας), καθώς επίσης και να κατασταλεί η πολλαπλώς και δυναμικά εκφρασμένη αντιστασιακή δράση στην περιοχή, και ειδικότερα η δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Σε αυτό το πλαίσιο, η καθημερινή ζωή της πόλης και των χωριών της, με τις βιαιότητες και τα κατασταλτικά μέτρα που εφαρμόστηκαν το 1944, άλλαξε δραματικά προς το χειρότερο. Ενδεικτικά και μόνον αναφέρεται ότι καταστράφηκαν πάνω από το 30% των χωριών της Αιτωλοακαρνανίας, έγιναν μαζικές εκτελέσεις πολιτών που κατά βάση είχαν σχέση με τον ΕΛΑΣ, γέμισαν οι φυλακές, λεηλατήθηκε η αγροτική παραγωγή -και όλα αυτά εμφανιζόμενα ως μέτρα τιμωρίας και αντιποίνων.


Μαρία  Δημάδη

Η μαζική εκτέλεση 120 ανθρώπων από το Αγρίνιο, τα γύρω χωριά και από την Κρυοπηγή της Πρέβεζας στο Αγρίνιο στις 15 Απριλίου του 19448, την ημέρα της Μεγάλης Παρασκευής, που έγινε με τη συνεργασία και την ευθύνη των ταγμάτων ασφαλείας, η εκτέλεση 11 πατριωτών στο Ζαπάντ (Μεγάλη Χώρα Αγρινίου) στις 11 Απριλίου 1944, η μαζική επίσης εκτέλεση 59 πατριωτών στα Καλύβια Αγρινίου στις 31 Ιουλίου 19449 και άλλες μεμονωμένες εκτελέσεις της Ανδρεοπούλου, ή της Μαρίας Δημάδη (31-8-1944) αποτελούν την κορωνίδα της εγκληματικής δράσης των δυνάμεων κατοχής και του τάγματος ασφάλειας στην περιοχή. Οι δυνάμεις του τελευταίου ανέλαβαν άλλωστε την θέση της «οπισθοφυλακής» των γερμανικών δυνάμεων που αποχώρησαν την 10η Σεπτεμβρίου 1944 και άφησαν την πόλη και την γύρω περιοχή στα χέρια του ελληνικού τάγματος ασφαλείας, εξοπλίζοντάς το άφθονο οπλισμό και πλούσια επίσης αποθέματα τροφίμων και άλλων εφοδίων, έτσι ώστε να υπάρχει ετοιμότητα για πολυήμερη μάχη με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που είχαν περικυκλώσει την πόλη.

Ανδρεοπούλου Ελένη (το γένος Σπ. Κομ

Οι μαρτυρίες και οι μνήμες των ανθρώπων, μαζί με τα λίγα γραπτά τεκμήρια, παρέχουν πλήθος στοιχείων για τα προαναφερόμενα ιστορικά συμβάντα. Ταυτόχρονα όμως δίνουν ένα πλήθος εκδοχών, με πολλά μυθοπλαστικά και συμβολικά στοιχεία που πλαισιώνουν τον κεντρικό πυρήνα, και είναι αυτά που μας προτρέπουν να αναζητήσουμε το νόημα που πήρε στο μυαλό των δρώντων υποκειμένων το βιωμένο παρελθόν της Κατοχής και της Αντίστασης. Επισημαίνεται ότι οι αφηγήσεις ζωής και οι μνήμες δεν δίνουν ακριβώς ένα ιστορικό υλικό για τη μελέτη των ιστορικών συμβάντων, αλλά αποκαλύπτουν τους τρόπους με τους οποίους ο συνηθισμένος άνθρωπος αντιλαμβάνεται τη θέση του στην ιστορία, ενώ ταυτόχρονα εκφράζουν και τα εσωτερικά, ασυνείδητα επίπεδα της κοινωνικής του εμπειρίας και ιστορικής ερμηνείας.

Ο θεωρητικός της μνήμης Μ. Halbwachs έχει υποστηρίξει ότι η μνήμη δεν αναπαριστά το παρελθόν «όπως πραγματικά συνέβη», αλλά είναι «κατασκευή» υπό την επίδραση του παρόντος, υπό αυτήν δε την έννοια η μνήμη και η ιστορία εμφανίζονται να συνιστούν δύο αντιθετικούς τρόπους εξέτασης του παρελθόντος. Ας σημειωθεί ότι η επακόλουθη επιστημονική συζήτηση «περί της θεμελιώδους διάσπασης ανάμεσα στην ιστορία και στη μνήμη» οδήγησε στην άποψη περί μιας ρευστής σχέσης ανάμεσα στη μνήμη και στην ιστορία, και στη συνέχεια σε προσεγγίσεις που αντιμετωπίζουν τόσο τη μνήμη όσο και την ιστορία ως συλλογικές αναπαραστάσεις που υπόκεινται σε παρόμοιους πολιτισμικούς μηχανισμούς επιλογής και δεν συνιστούν ακριβή και αντικειμενική εξιστόρηση μιας παρελθούσας πραγματικότητας. Γενικότερα, η συζήτηση για το θέμα της αντικειμενικότητας στην ιστορία (και στις άλλες επιστήμες) και για το ζήτημα της επαναδιατύπωσης του ορισμού του ιστορικού υποκειμένου της κοινωνικής αλλαγής, αποτέλεσε την αιχμή για την στροφή του ιστορικού βλέμματος από το πλαίσιο των γεγονότων και σε αυτό του μακρού χρόνου και της συλλογικής μνήμης. Έτσι διαμορφώθηκε ένα διαφορετικό καθεστώς ιστορικότητας, το οποίο ξεπερνά από όλες τις πλευρές την καθαρά επιστημονική σχέση με το παρελθόν και αφαιρεί από τον ιστορικό τον παραδοσιακό του ρόλο ως ερμηνευτή μόνο του παρελθόντος. Σήμερα το παρελθόν εμφανίζεται εμπλεκόμενο στην ιστορική διαδικασία διαπραγμάτευσης για τη συγκρότηση των συλλογικών πολιτισμικών ταυτοτήτων. Η προσοχή στρέφεται στην ικανότητα του παρόντος να μετασχηματίζει, μέσω της μνήμης, το παρελθόν και να επιβάλλει διαφορετικές εκδοχές του και νοηματοδοτήσεις ανάλογα με τις τρέχουσες συγκυρίες!. Υπό αυτό το πρίσμα οι παραγόμενες από τα δρώντα υποκείμενα αναπαραστάσεις του παρελθόντος, οι μνήμες τους, εμφανίζονται να συνιστούν ένα δυναμικό πεδίο δράσης που συμμετέχει στη διαδικασία συγκρότησης ή υποστήριξης των διάφορων πολιτισμικών ταυτοτήτων του παρόντος. Η προαναφερόμενη προσέγγιση του παρελθόντος προϋποθέτει την αναγνώρισή του «ως ζωντανής παραγωγής νοημάτων και ερμηνειών στρατηγικού χαρακτήρα που έχουν την ιδιότητα να επηρεάζουν το παρόν», και επίσης την αναγνώριση της ατομικής μνήμης ως συλλογικής κατά βάση ή κοινωνικής μνήμης. Οι κλασικοί θεωρητικοί της μνήμης υποστηρίζουν ότι τα άτομα ανακαλούν και ανασυγκροτούν το παρελθόν πάντα ως μέλη μιας ομάδας ή ως φορείς μιας πολιτισμικής ταυτότητας στην οποία συμμετέχουν πολλοί με διαφορετικούς τρόπους. Προσεγγίζοντας συνεπώς την ατομική μνήμη και τη βιωμένη εμπειρία, φτάνουμε στη μελέτη της κοινωνικής ομάδας, μέσα στα όρια της οποίας η υποκειμενική διάσταση της μνήμης αναπτύσσεται και λειτουργεί. Στην ουσία έχουμε να κάνουμε όχι με την ατομική μνήμη καθαυτή και τους υποκειμενικούς εποικισμούς της, αλλά με τις συλλογικές μορφές της υποκειμενικότητας, με τη συλλογική μνήμη, η οποία και πάλι κατά τον Halbwachs, αποτελεί την πλέον βασική διάσταση της μνήμης.

Με βάση αυτή τη θεωρητική προσέγγιση της μνήμης, αλλά και το πλούσιο υλικό που έδωσε η μακροχρόνια επιτόπια έρευνα, οι ελάχιστες γραπτές πηγές, και κυρίως η μελέτη ενός πλούσιου σώματος αφηγήσεων ζωής και προφορικών μαρτυριών, διαπιστώθηκε καταρχήν ότι η κοινωνική μνήμη της πόλης και οι πολιτισμικές ταυτότητες των ομάδων της προσδιορίζονται βαθύτατα από τα προαναφερόμενα γεγονότα που συνέβησαν στο Αγρίνιο και στη γύρω περιοχή κατά το τελευταίο έτος της γερμανικής κατοχής το 1944. Σε σημαντικούς τόπους μνήμης, και ιδιαίτερα της γυναικείας μνήμης, έχουν αναδειχθεί το δραματικό γεγονός της ομαδικής εκτέλεσης των 120 πατριωτών, ο απαγχονισμός των τριών από αυτούς στην κεντρική πλατεία της πόλης με εντολή των Γερμανών και με αιτιολογία την απόδοση αντιποίνων, το γεγονός επίσης της αιφνιδιαστικής σύλληψης και άμεσης εκτέλεσης της Μ. Δημάδη, διερμηνέα στο γερμανικό φρουραρχείο μόλις μερικές μέρες πριν την τυπική αποχώρηση των Γερμανών στις 31 Αυγούστου. Σε κάποιες περιπτώσεις το ανασκάλεμα της μνήμης έφερνε δειλά και το όνομα μιας άλλης γυναίκας, της Κατίνας Χατζάρα, η οποία εκτελέστηκε μαζί με τους 120 και ήταν η μόνη γυναίκα ανάμεσά τους. Αναλυτικότερα, οι μνήμες των γυναικών, όπως και των ανδρών, ανακαλούν τα προαναφερόμενα γεγονότα και τα πρόσωπα, άλλοτε ως ηρωικά επεισόδια της αντίστασης για την εθνική απελευθέρωση, άλλοτε ως γεγονότα που υπονοούν συνεργασίες ελλήνων με τον κατακτητή και εμπλοκές τους που οδήγησαν στην εκτέλεσή τους, άλλοτε ως εμπειρίες τραυματικές που σημάδεψαν αδελφές και μάνες, και άλλοτε ως γεγονότα και συμφραζόμενα που εμπεριείχαν την ιστορική ερμηνεία για την δραματική εμπειρία της Κατοχής ακόμα και του Εμφύλιου Εν ολίγοις ως ιστορικά γεγονότα και ως μνήμη αυτά συνιστούν ένα είδος ερμηνευτικής καμπής για την ιστορία ολόκληρης της δεκαετίας και του Εμφυλίου, και δείχνουν να ασκούν διαφορετικές επιδράσεις στην ταυτότητα και στην κουλτούρα των Αγρινιωτών, και οπωσδήποτε διαφορετικές επιδράσεις στις πολιτισμικές ταυτότητες των γυναικών. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι μαρτυρίες και οι μνήμες, αν και έχουν ως άξονα την απόδοση της ιστορικής πραγματικότητας και την ιστορική περιγραφή των γεγονότων, συνιστούν στην ουσία την έκφραση της ιστορικά επεξεργασμένης ατομικής εμπειρίας και συνείδησης των αφηγητών/αφηγητριών. Έδωσα μεγαλύτερη προσοχή στην μνήμη των γυναικών, καθώς η μνημονική τους αναφορά προσδιόριζε περισσότερο τα γυναικεία πρόσωπα που εμπλέκονταν σε αυτές τις τραγωδίες, τις μάνες π.χ. και τις αδελφές των εκτελεσθέντων, κυρίως των τριών απαγχονισθέτων. και ακόμη περισσότερο τα γυναικεία εκτελεσθέντα πρόσωπα, δηλαδή τη Μαρία Δημάδη και λιγότερο την Κατίνα Χατζάρα. Σημειώνεται ότι η τυπική οργάνωση της μνήμης στις περισσότερες γυναίκες, γινόταν με διάφορα αλλά σχεδόν επαναλαμβανόμενα αφηγηματικά μέσα, μεταξύ των οποίων κυριαρχούσαν το μοτίβο των πραγματικών ή επινοημένων προσωπικών ή συγγενικών σχέσεων το μοτίβο του αυτόπτη μάρτυρα, το μοτίβο επίσης μιας λαϊκής θρησκευτικότητας και εικονογραφίας -φόρμες οικείες στον γυναικείο λόγο.

Οι αναφορές της μνήμης των γυναικών στα γεγονότα των εκτελέσεων εμπεριείχαν σε μικρότερο βαθμό το στοιχείο της ηρωικότητας, σε σχέση π.χ. με αυτό της τραγικότητας και της θυσίας, Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτές οι μνημονικές αναφορές -κοινές λίγο πολύ στις περισσότερες γυναίκες- συνιστούσαν το επιλεγμένο πεδίο δράσης μέσω του οποίου νοηματοδοτούν σαν τη δική τους ζωή, εξέφραζαν την αίσθηση του εαυτού τους στην ιστορία, και αναδείκνυαν διάφορες και διαφορετικές όψεις της γυναικείας ταυτότητας, όπως αυτή της καθημερινά αγωνιζόμενης γυναίκας, της ενσυνείδητης αριστερής ή της δεξιάς, της δυνατής και απελευθερωμένης γυναίκας, της μητέρας ή εκείνης που θυσιάζεται για το καλό των άλλων, της αδελφής, της αλληλέγγυας γυναίκας κ.λπ.

Πόσο όμως είναι φωτισμένη η ίδια η ιστορία αυτών των γυναικών; Και αν για τα παραπάνω πρόσωπα η γραπτή και η προφορική μνήμη είναι κάπως ομιλητική, δεν ισχύει το ίδιο για άλλες γυναίκες που εκτελέστηκαν για τους ίδιους λόγους και τους ίδιους στόχους. Για τη Μαρία μάλιστα Δημάδη, για την οποία η μνήμη εμφανίζεται πιο εύγλωττη, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι έχει γραφτεί ένα βιβλίο το 1982 γι’ αυτήν, βασισμένο στις άμεσες προφορικές μαρτυρίες, και έχει προβληθεί ένα σήριαλ για τη ζωή, τη δράση της και το θάνατό της (το 1987, από την ΕΡΤ_2),27 το οποίο δημιούργησε πλήθος αντιδράσεων και συμβολικής διαπάλης για τον τρόπο διαχείριση; της ιστορίας και της ίδιας της μνήμης της τοπικής κοινωνίας και της οικογένειας. Από μια πρώτη έρευνα, οι γυναίκες που εκτελέστηκαν από τις δυνάμεις κατοχής ή τους συνεργάτες τους για την ανάμειξή τους στην ΕΑΜική αντίσταση είναι η Μαρία Δημάδη, η Κατίνα Χατζάρα, η Ελένη Ανδρεοπούλου, η Αγγέλω Στεργιάκη και η Μαρία Καραμπίνη-Στάικου. Όμως υπάρχει ακόμη σιωπή για όλες, και ακόμη περισσότερο για τις τρεις τελευταίες, και ίσως για πολλές άλλες για τις οποίες δεν έχει υπάρξει ακόμη ένας λόγος.

Θεωρώ ως εκ τούτου υποχρέωσή μου, να συμβάλλω όσο είναι δυνατό στην ανάδειξη της ιστορικότητας των αφανών γυναικείων προσώπων. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο, εφόσον απουσιάζουν οι πρωτογενείς γραπτές πηγές, ενώ η σιωπή των προφορικών μαρτυριών παραμένει ως σήμερα ισχυρή. Ωστόσο, θα το επιχειρήσω με όσα στοιχεία έχω ως τώρα στη διάθεσή μου, γιατί η ανάδειξη της ιστορικότητας του γυναικείου φύλου και της δράσης του σε συνθήκες πολέμου και κατοχής, θα συμβάλει στη συμπλήρωση και στον εκδημοκρατισμό της τοπικής και της εθνικής ιστορίας, Πάνω από 1.500 γυναίκες της ΕΑΜικής αντίστασης στην Ελλάδα αντίκρισαν το εκτελεστικό απόσπασμα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, κι ένας τεράστιος επίσης αριθμός γυναικών φυλακίσθηκαν και βασανίσθηκαν. Ένας αντίστοιχος αριθμός υπέστη βιασμούς και κάθε άλλη μορφή έμφυλης βίας. Το γυναικείο φύλο, υπαγόμενο στις κάθε είδους εθνικές, πολιτικές, εθνικο-ιδεολογικές στρατηγικές, είναι εκείνο στο οποίο ανατίθεται η βιολογική, πολιτισμική και συμβολική αναπαραγωγή του έθνους ή της ομάδας, είναι εκείνο το οποίο γίνεται θεματοφύλακας της εθνικής και πολιτισμικής ταυτότητας, και για τους λόγους αυτούς, ένα πλήθος πραγματικών και συμβολικών ενεργειών ταπείνωσης και βίας στοχεύει στο γυναικείο φύλο του αντίπαλου. Σε κάθε περίπτωση τα γυναικεία σώματα μεταμορφώνονται, συμβολικά και πρακτικά, σε σκηνή πάνω στην οποία λαμβάνει χώρα η εξέλιξη του κάθε μορφής πολέμου και η κάθε μορφής βία του.

Όπως προαναφέρθηκε, ο αντιστασιακός απελευθερωτικός αγώνας στην περιοχή, που κατά βάση αναπτύχθηκε από την οργάνωση και τη δράση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είχε λάβει ανησυχητικές διαστάσεις για τον κατακτητή, ειδικότερα το 1944, και αντίστοιχες διαστάσεις για όσους ανησυχούσαν από την εξάπλωση των εθνικοαπελευθερωτικών και κοινωνικών μηνυμάτων του ΕΑΜ. Για την επιτυχή εφαρμογή των κατασταλτικών μέτρων εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, τα νεοσύστατα Τάγματα Ασφαλείας έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο Αγρίνιο τον Φεβρουάριο του 1944 και τη γύρω περιοχή, τόσο με την ένοπλη δράση και τη συνεργασία με τον κατακτητή, όσο και με την καθημερινή πρακτική της βίας και του εκφοβισμού. Η αναφορά γίνεται γιατί, κατά ένα τραγικό τρόπο, η μνήμη, συγκροτημένη με τις δικούς της τρόπους αναπαράστασης του παρελθόντος, αφήνει να εννοηθεί ότι ειδικά τα γυναικεία πρόσωπα υπήρξαν τα θύματα της άμεσης ή έμμεσης βίας των Ταγμάτων Ασφαλείας, των συνεργατών, και λιγότερο των κατακτητών.

Για τη Μαρία Δημάδη και την Κατίνα Χατζάρα, σημειώνεται συνοπτικά ότι η ως τώρα μελέτη της τοπικής ιστοριογραφίας, των ελάχιστων γραπτών πηγών και των προφορικών μαρτυριών, δείχνει ότι οι δύο γυναίκες εμφανίζονται να αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικούς κόσμους όσον αφορά την κοινωνική και οικονομική τους θέση, τη μόρφωση, το κοινωνικό και οικογενειακό κύρος κλπ, και επίσης εμφανίζονται να δρουν ριψοκίνδυνα, έξω από τις συνήθεις νόρμες και τα στερεότυπα της εποχής. Για τη Μαρία Δημάδη τα υπάρχοντα στοιχεία δείχνουν ότι ήταν διερμηνέας στο γερμανικό φρουραρχείο, ήταν οργανωμένη στο ΕΑΜ και είχε αναλάβει να υπηρετεί από τη θέση αυτή μια ιδιαιτέρως επικίνδυνη αποστολή, την μετάδοση πληροφοριών (Κέντρο 3 πληροφόρησης), να ασκεί η ίδια από τη θέση της και την κοινωνική της ευαισθησία, ένα ευρύτατο κοινωνικό φιλάνθρωπο έργο, το οποίο η λαϊκή μνήμη και οι μαρτυρίες το συγκρατούν με πολλούς τρόπους. Ήταν επίσης μια γυναίκα που ζούσε ή όφειλε να ζει με όρους μιας ανυποψίαστης καθημερινής κοινωνικότητας και επαφής με τον κατακτητή και τους συνεργάτες του. Τέλος, ήταν μια γυναίκα που από εσωτερική ανάγκη ή από καθήκον ίσως έπαιζε ριψοκίνδυνα, ακραία, με τον εσωτερικό κόσμο των αισθημάτων, τόσο των δικών της γυναικείων αισθημάτων όσο και των αισθημάτων του άντρα κατακτητή.

Η Μαρία Δημάδη γεννήθηκε το 1907, κόρη του γιατρού και λόγιου Κωνσταντίνου Δημάδη και της Ερασμίας το γένος Παναγόπουλου. Η κοινωνική και οικονομική θέση της οικογένειας εξασφάλισε στη Μαρία μια πολύ καλή μόρφωση και κοινωνική αγωγή. Της καλλιέργησε επίσης μια δημοκρατική και βαθύτατα ανθρώπινη συνείδηση, για την οποία άλλωστε αποτελούσε το ζωντανό παράδειγμα. Πολύ νέα έκανε έναν γάμο και απέκτησε μια κόρη. Ο γάμος διαλύθηκε νωρίς και η Μαρία συνέχισε τη ζωή της, παραμένοντας με την πατρική της οικογένεια (φωτογ. 1). Ωστόσο, την καθημερινή της ζωή προσδιόριζε μια βαθύτατη λύπη γιατί ο χωρισμός της στέρησε και την μικρή της κόρη, τη Χαρίκλεια. Ταξίδεψε στη Γερμανία, διεύρυνε τους ορίζοντές της και επέστρεψε το 1938 στο Αγρίνιο, καθώς τα σύννεφα του πολέμου άπλωναν απειλητικά και η Γερμανία διαμόρφωνε τις συνθήκες του επικείμενου πολέμου. Ο Παντελής Ρωω;” μαρτυρεί ότι η Μαρία Δημάδη είχε ανεπτυγμένη αντιφασιστική συνείδηση. Έτσι πολύ νωρίς, ήδη από τον Οκτώβρη του 1941, εντάχθηκε στην οργάνωση του ΕΑΜ και ειδικότερα στην πρώτη του έκφραση, την Εθνική Αλληλεγγύη. Η δραστηριοποίησή της σε αυτόν τον χώρο ήταν πολύπλευρη, ενθουσιώδης και αποτελεσματική. Σύντομα, τον Φεβρουάριο του 1942, λόγω της γλωσσομάθειάς της και της κοινωνικής της θέσης, προσλήφθηκε ως διερμηνέας στο γερμανικό φρουραρχείο (ORT Commandatur). Από τη θέση αυτή παρείχε με άκρα επικινδυνότητα πολύτιμες πληροφορίες τόσο για τις ενέργειες των Γερμανών, όσο και για τις δωσίλογες ενέργειες των συνεργατών τους -Ταγμάτων Ασφαλείας και άλλων. Παράλληλα, με το κύρος της και την πειθώ της κατάφερνε να επιλύει καθημερινά προβλήματα και θέματα ζωής και θανάτου των Ελλήνων πολιτών Όπως φαίνεται, ακολούθησε την απόφαση της οργάνωσης να αποτραβηχτεί από την

Εθνική Αλληλεγγύη τόσο για να αφοσιωθεί στο έργο της διοχέτευσης πληροφοριών όσο και για να προστατευθεί το όλο δίκτυο και η ίδια. Με τις πληροφορίες της κερδήθηκε π.χ. η μάχη της Γουρίτσας και έπεσαν στο κενό γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις. Γνώριζε πολλά και ιδιαίτερα όσα διαμείβονταν ανάμεσα στους Γερμανούς και στα Τάγματα Ασφαλείας. Ένας σημαντικός εξάλλου αριθμός προφορικών μαρτυριών” δείχνει ότι η Μαρία Δημάδη εκτελέσθηκε με τη συνεργία ή με την άμεση και αποκλειστική σχεδόν εμπλοκή των Ταγμάτων Ασφαλείας. Τη δήλωση της Ληξιαρχικής Πράξης θανάτου της, την έκανε ο έμπορος Ιωάννης Ροντήρης στις 16 Μαρτίου 1945, όπου μεταξύ των άλλων σημειώνει: «Συλληφθείσα υπό των Γερμανών την 30ην Αυγούστου 1944 εν τη οικία της, εξετελέσθη την πρωίαν της επομένης (31ην Αυγούστου 1944).

Η Κατίνα Χατζάρα, ήταν σύμφωνα με τη Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου της, 35 χρονών όταν εκτελέστηκε ή 33 σύμφωνα με την πράξη του γάμου της, όπου και φαϊνεται ότι γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1910.37 Το βαφτιστικό όνομά της ήταν Βάγια και το επώνυμό της Ρήγα ή Ρήγανη, κόρη του Νικολάου και της Αρετής. Με αυτό το όνομα παντρεύτηκε το 1942. Κατάγονταν από τη Φλωριάδα Βάλτου και είχε έναν αδελφό που σκοτώθηκε στα χρόνια της Κατοχής, αφήνοντας πίσω του μια οικογένεια με πέντε ανήλικα κορίτσια. Στο Αγρίνιο η Βάγια ζούσε μόνη της, χωρίς σχέσεις με την υπόλοιπη πατρική οικογένεια, και σύμφωνα με την συλλογική μνήμη, είχε αναπτύξει μια ελευθεριάζουσα ζωή. Δεν γνωρίζουμε πότε εγκαταστάθηκε στο Αγρίνιο, αλλά θα πρέπει να υποθέσουμε ότι είχε εδραιωθεί αρκετά καλά σε αυτήν την πόλη, και από τις ενέργειές της φαίνεται ότι σκόπευε να περάσει εκεί τη ζωή της. Με τις οικονομίες της αγόρασε ένα μικρό κτήμα, απόκτησε ένα καλό για την εποχή σπίτι και προετοίμασε με όνειρα τα προικιά της. Η συλλογική μνήμη και τα λίγα φωτογραφικά ντοκουμέντα που σώζονται (φωτογ. 2, 3) σκιαγραφούν το προφίλ μιας όμορφης νέας γυναίκας, ανεξάρτητης και δυναμικής. Αυτή τη γυναίκα την ερωτεύτηκε ο Αγρινιώτης Αθανάσιος Χατζάρας, γιος του Θεοδώρου και της Θεώνης Χατζάρα, υπάλληλος-ταμίας στο κατάστημα του υφασματέμπορου Αθανάσιου Παπαλέξη, συνήψαν δεσμό και παντρεύτηκαν στις 12 Φεβρουαρίου 1942. Εκείνος, με βάση την ημερομηνία γέννησής του (16 Μαρτίου 1903), είχε κλείσει τα 38 του χρόνια, και εκείνη ήταν μερικά χρόνια μικρότερή του. Δεν γνωρίζουμε με βάση τα ως τώρα στοιχεία πώς και γιατί το όνομα Βάγια έγινε Κατίνα. Το όνομα πάντως Βάγια που προσδιόριζε την ως τότε ταυτότητά της, και το οποίο ως μονόγραμμα το κέντησε στα προικιά της, λίγα από τα οποία φυλάσσει με στοργή η τότε μικρή ψυχοκόρη της η Λούλα (Χαρίκλεια), η όμορφη 32χρονη γυναίκα το άφησε πίσω της και υιοθέτησε από επιλογή ή ανάγκη το όνομα Κατίνα -Κατίνα σύζυγος Αθανασίου Χατζάρα. Με αυτό το όνομα ανέπτυξε την αντιστασιακή της δράση, με αυτό τέλος το όνομα φαίνεται ότι εκτελέσθηκε και συντάχθηκε η Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου της στις 10 Μαρτίου του 1945, με δήλωση του συζύγου της Θανάση Χατζάρα. Η συλλογική μνήμη, αλλά και ατομικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν το ζευγάρι, κάνουν λόγο για μια ήρεμη, συζυγική ζωή που συμπληρωνόταν από τις καλές συγγενικές σχέσεις και από μια αξιοπρεπή κοινωνική ζωή -π.χ. συναναστρέφονταν πολύ την οικογένεια του γιατρού Πιτιά. Όμως πίσω από αυτήν την φανερή κοινωνικότητα υπήρχε μια αντιστασιακή δράση, οπωσδήποτε από την πλευρά της Κατίνας. Οι λίγες δημοσιευμένες και οι προφορικές μαρτυρίες ανθρώπων που συμμετείχαν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αναφέρουν ότι συμμετείχε στην Εθνική Αλληλεγγύη και προωθούσε ένα σημαντικό έργο. Άλλοι μαρτυρούν ότι υπήρξε και σύνδεσμος για παροχή πληροφοριών. Με κάποιο τρόπο η δράση έγινε αντιληπτή, έγιναν συλλήψεις και παρέμειναν για αρκετά μεγάλο διάστημα στη φυλακή -κατ’ εξαίρεση στη φυλακή της Αγίας Τριάδος- τα δύο από τα τρία μέλη μιας από τις ομάδες της Εθνικής Αλληλεγγύης, η Κατίνα Χατζάρα και η Αργυρώ Παπαστεργίου-Μουτζούρη. Οι μαρτυρίες αναφέρουν ότι η Κατίνα Χατζάρα βασανίσθηκε πολύ για να αποκαλύψει ονόματα και στοιχεία. «Δεν μας άφηναν να τη δούμε … Τη χτύπησαν πολύ … Την πήγαν στο νοσοκομείο και πήγα να τη δω … Δεν μπόρεσε να πει ούτε μια λέξη, τόσο ήταν μαυρισμένη … Δεν γνωρίζουμε περισσότερα … ».” Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι εκτελέστηκε τη Μεγάλη Παρασκευή, η μόνη γυναίκα μαζί με άλλους 116 άνδρες και τους τρεις που απαγχονίστηκαν στην κεντρική πλατεία.” Αυτές οι εκτελέσεις, με την έκδοση μάλιστα σχετικής ανακοίνωσης από τον στρατιωτικό διοικητή των Γερμανικών Μονάδων Ηπείρου, αποδόθηκαν σε αντίποινα για την ανατίναξη εκ μέρους ανταρτών του ΕΛΑΣ αμαξοστοιχίας διερχόμενης από το χωριό Σταμνά στις 9 Απριλίου του 1944 και το θάνατο γερμανών στρατιωτών. Οι προφορικές πηγές και οι μνήμες μαρτυρούν ότι οι εκτελέσεις «των 120 κομμουνιστών» ήταν επικείμενες. Στις φυλακές της Αγίας Τριάδος η Κατίνα Χατζάρα ήταν εμφανώς ανήσυχη για την τύχη της. Η προηγούμενη βαρβαρότητα απέναντί της, η αδυναμία κάποιων άλλων να την βοηθήσουν έστω και την τελευταία στιγμή, όπως έγινε με την άλλη επίσης γυναίκα των φυλακών της Αγίας Τριάδας, την Αργυρώ Μουτζούρη-Παπαστεργιου, μετέτρεπε σε βεβαιότητα το προαίσθημα της. Ο πατέρας «δεν μπόρεσε να τη σώσει», αναφέρει ο γιος του, από τον δεύτερο γάμο του Θανάση Χατζάρα. «Δεν είχαμε κόσμο να τη σώσουμε», θα πει η κ. Χαρίκλεια. «Την κυνηγούσαν τα σκυλιά», θα πει κάποιος άλλος. Ποιος ξέρει γιατί τόσο πάθος… Οι μαρτυρίες και η λαϊκή εικονογραφία των τελευταίων στιγμών της, τη θέλει να οδηγείται στο θάνατο γενναία, άτρωτη αλλά μόνη. «Εγώ ήμουνα καμιά φορά φρουρός στις φυλακές … Μιλούσα με την κ. Κατίνα … Καλή γυναίκα … Λέγανε ότι την έπιασαν και θα την εκτελούσαν γιατί έραψε μια σημαία … Είναι δυνατόν; Κείνη τη μέρα δε θέλω να τη θυμάμαι … Μόνη της, την έβλεπα… μόνη της … ».

«Η μία ήταν η Κατίνα Χατζάρα (παντρεμένη με τον Θανάση Χατζάρα, έμπορο γυναικείων ειδών) που έμενε κοντά στην οδό Βλαχοπούλου, κάπου κοντά στο σπίτι του Πέρου. Η Κατίνα ήταν οργανωμένη στο ΕΑΜ. Ήταν η μόνη γυναίκα που εκτελέστηκε, θα το πω στη συνέχεια … Ανάμεσα στους μελλοθάνατους ήταν και η Κατίνα Χατζάρα που σας είπα. Πήγε και στάθηκε χώρια από τους άλλους. Φαινόταν Ψύχραιμη στην αρχή και ήταν αμίλητη. Όπως τους πήγαιναν όμως για εκτέλεση, στη στροφή έπεσε κάτω στη γη. Φαίνεται πως λιποθύμησε. Τότε ένας στην πιάνει απ’ τα κότσια τους ενός ποδιού και την έσερνε μέχρι τη γωνία του κτιρίου, Ήταν μια εικόνα που δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Σβάρνιζαν το κορμί της κάτω … το χώμα ήταν βρεγμένο απ’ την ψιχάλα … ».

Αυτή η μοναξιά, κοινωνική κατά βάση, ήταν προδιαγεγραμμένη για τις ανεξάρτητες και τις ελεύθερες γυναίκες έτσι κι αλλιώς’ διπλά για όσες αντιστέκονταν.

Όσον αφορά την Ελένη Ανδρεοπούλου, το όνομά της κατέγραψε πρώτη η ΕΠΟΝίτισσα Βιβή Γιαννακά στην ομιλία της στα πλαίσια Ημερίδα; που οργάνωσε η Αρχαιολογική Εταιρεία για την Αντίσταση τον Ιανουάριο του 1983.50 Η Βιβή Γιαννακά, η οποία μίλησε με θέμα την αντίσταση των γυναικών, σημείωσε μόνο ότι ήταν σύνδεσμος και εκτελέστηκε πίσω από το πάρκο.

Από τη έρευνα που έκανα, βρήκα ότι όταν εκτελέστηκε ήταν 36 χρονών. Ήταν παντρεμένη με τον Επαμεινώνδα Ανδρεόπουλο του Αριστείδη, γεωργό, κάτοικο Αγρινίου, καταγόταν από την Ψιανή Ευρυτανίας, και το πατρικό της όνομα ήταν Κομματά, θυγατέρα του Σπυρίδωνα και της Αγγελικής Κομματά, οι οποίοι δεν ζούσαν. Στον δεκάχρονο έγγαμο βίο της είχε αποκτήσει πέντε παιδιά (φωτογ, 4). Όταν τη συνέλαβαν, το τελευταίο της παιδί ήταν ένα κοριτσάκι μόλις έξι μηνών. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν σύνδεσμος, αγρότισσα που δεν προκαλούσε υποψίες. Μετέφερε σημειώματα από το Πυργί (Βελάουστα), όπου υπήρχε και το τυπογραφείο, προς την Οργάνωση του Αγρινίου. Συνελήφθη, φυλακίσθηκε βασανίσθηκε για να δώσει στοιχεία, και εκτελέσθηκε μετά την άκαρπη προσπάθεια των βασανιστών της να αποσπάσουν πληροφορίες, Ενδέχεται μάλιστα κάποια από αυτά τα στοιχεία να αφορούσαν και τον αδελφό της που ήταν στον ΕΛΑΣ και μάλλον την είχε μυήσει. Με βάση τη Ληξιαρχική Πράξη Θανάτου που έκανε ο σύζυγός της, «εξετελέσθη παρά στρατιωτών Τάγματος Ασφαλείας την 12ην Ιουλίου 1944». Στη φυλακή είχε μαζί της το εξάμηνο κοριτσάκι, το οποίο μετά την εκτέλεσή της υιοθέτησε ένας δεσμοφύλακας. Η συλλογική/κοινωνική μνήμη, ίσως και η οικογενειακή, δεν προσδιορίζεται από το θάνατο αυτής της αγωνίστριας γυναίκας, μητέρας, αδελφής και συζύγου. Σε κάθε περίπτωση, η οικογένεια και τα ανήλικα μέλη της πλήρωσαν κοινωνικά τον θάνατο της αγωνιστρίας μητέρας τους. Τον πλήρωσαν, όπως οι περισσότεροι, με τον φόβο και τη ντροπή που καλλιεργούσε το μεταπολεμικό κράτος της εθνικοφροσύνης. Απομένει ακόμη πολλή έρευνα για την αποκατάσταση της ιστορίας, και προπάντων απομένει η ευθύνη για κοινωνική και ηθική κατάσταση. Είχα την ευκαιρία να επικοινωνήσω με κάποια μέλη της οικογενείας, και κυρίως με την κόρη της, την Παρασκευή Ανδρεοπούλου, κάτοικο Αθηνών, η οποία φαίνεται ότι διεκδικεί το δικαίωμα να συντηρήσει την οικογενειακή καταρχήν μνήμη της αγωνίστρια ς μητέρας.

Για την Αγγέλω Στεργιάκη τα στοιχεία είναι λιγοστά. Ζούσε στα Νταλιανέϊκα, περιοχή που βρισκόταν πίσω από το πάρκο προς την Αγία Παρασκευή, και που σηματοδοτούσε τον δρόμο προς τις αντάρτικες δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Η αγρότισσα Στεργιάκη ήταν σύνδεσμος της πόλης με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Μαζί με τη μεταφορά των ξύλων που κατέβαζε στο Αγρίνιο για να τα πουλήσει, μετέφερε και σημειώματα και πληροφορίες ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ και των οργανώσεων του ΕΑΜ στην πόλη. Συνελήφθη, και σύμφωνα με την καταγραμμένη μαρτυρία του Γ. Γιαννούτσου και της Β. Γιαννακά, υπέστη φρικτά βασανιστήρια από τους ταγματασφαλίτες και στη συνέχεια εκτελέστηκε κατά μια μαρτυρία από τον ίδιο τον Τολιόπουλο.

Η Αγρινιώτισσα Μαρία Καραμπίνη-Στάϊκου, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, ήταν σύνδεσμος και πιάστηκε από το Τάγματα Ασφαλείας του Τολιόπουλου και εκτελέστηκε έξω από το Σχολείο στο Δοκίμι. Ωστόσο, προς το παρόν δεν έχω εντοπίσει άλλα στοιχεία, ακόμη και στο Δημοτολόγιο του Δήμου Αγρινίου.

Η έρευνα και η καταγραφή της βιωμένης εμπειρίας και της μνήμης για την δεκαετία 1940-1950 συνεχίζεται. Ωστόσο, τα ως τώρα διαθέσιμα στοιχεία δηλώνουν ότι οι κάθε λογής πόλεμοι και οι συνέπειές τους είναι έμφυλοι -δηλαδή κατά φύλο προσδιορισμένοι. Τόσο η σιωπή για το γυναικείο φύλο, όσο και η βία των αντιπάλων απέναντί του δείχνει ότι το φύλο αυτό και η σωματική του υπόσταση, έχει συμβολικά και πρακτικά μεταμορφωθεί σε σκηνή πάνω στην οποία λαμβάνει χώρα η εξέλιξη του πολέμου, της κατοχής και των σχέσεων εξουσίας και της βίας.

_______________

*Το κείμενο της Κωνσταντίνας Μπάδα εμπεριέχεται στον βιβλίο “Κατοχή Αντίσταση – Εμφύλιος” των εκδόσεων “Παρασκήνιο” και μας παραχωρήθηκε ευγενώς από την συγγραφέα. Παραλείπονται για τεχνικούς λόγους οι πλούσιες παραπομπές και τεκμηριώσεις του κειμένου

http://www.epoxi.gr/scriptum47.htm#.ViwGS0cWyZA.facebook

Χορηγούμενη

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ VIDEO
aluxal web banner new logo Τοπική Διαφήμιση
tsiknas600x338 Τοπική Διαφήμιση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε Επίσης

Back to top button