Στην Άνω Χώρα Ναυπακτίας λειτούργησε ο Μητροπολίτης Ιερόθεος (φωτο)
Την Κυριακή, 4 Αυγούστου 2024, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιερόθεος, στα πλαίσια της θερινής του περιοδείας στα χωριά της Ορεινής Ναυπακτίας, επισκέφθηκε το κεφαλοχώρι Άνω Χώρα ή «Λομποτινά» Ναυπακτίας.
Στο χωριό αυτό της Ορεινής Ναυπακτίας δίδαξε ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός ως δάσκαλος στο σχολείο του χωριού και εκεί υπηρέτησε ένα μέρος της στρατιωτικής του θητείας ο ασυρματιστής Αρσένιος ο μετέπειτα Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης, ο οποίος πάντοτε θυμόταν με συγκίνηση τα μέρη αυτά.
Η Άνω Χώρα Ναυπακτίας είναι ένα όμορφο και τουριστικά ανεπτυγμένο χωριό, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες, και δεν υπολείπεται σε τίποτα από τα χωριά και τις κορφές των Ελβετικών Άλπεων, αφού το χωριό βρίσκεται σε υψόμετρο 1050 μ. μέσα σε πυκνό ελατόδασος και σε απόσταση περίπου μιάμισης ώρας από την πόλη της Ναυπάκτου. Στο κέντρο του χωριού δεσπόζει ο πετρόκτιστος Ιερός Ναός της Αγίας Παρασκευής. Ο ιστορικός αυτός Ναός έχει την ευλογία οι εικόνες του τέμπλου του να είναι φιλοτεχνημένες από τον αγιογράφο όσιο Δανιήλ τον Κατουνακιώτη († 1929). Σε κάθε ύψωμα του χωριού υπάρχουν όμορφα ιερά Παρεκκλήσια και Εξωκκλήσια.
Το πρωί της Κυριακής ο Σεβασμιώτατος κ. Ιερόθεος τέλεσε την θεία Λειτουργία στον εμβληματικό Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής, πλαισιούμενος από τον Ιερέα του χωριού, π. Γεώργιο Μούκα και τους Διακόνους π. Παΐσιο και π. Αντώνιο.
Στο κήρυγμά του ο Σεβασμιώτατος, λαμβάνοντας αφορμή από τους Ολυμπιακούς αγώνες που γίνονται αυτήν την εποχή στο Παρίσι, ανέλυσε τρία χωρία του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος λαμβάνοντας εικόνες από τους αθλητικούς αγώνες, που γίνονταν στην εποχή του, προσήρμοζε στους πνευματικούς αγώνες που έχουμε να κάνουμε ως Χριστιανοί.
Το πρώτο χωρίο (Α΄Κορ. θ΄, 24-27) αναφέρεται στο πως πρέπει να γίνονται οι πνευματικοί αγώνες. Στους αθλητικούς αγώνες εκείνης της εποχής μόνον ένας, ο νικητής έπαιρνε το βραβείο, το στεφάνι, δεν γινόταν όπως σήμερα να είναι τρεις νικητές που παίρνουν το χρυσό, το ασημένιο και το χάλκινο μετάλιο.Γράφει ότι στους αθλητικούς αγώνες όλοι τρέχουν στο στάδιο, αλλά ένας λαμβάνει το βραβείο, όμως στους πνευματικούς αγώνες όσοι τρέχουν βραβεύονται. Επίσης οι αθλητές που ετοιμάζονται για τους αγώνες όλα τα εγκρατεύονται για να λάβουν ένα στεφάνι που μαραίνεται, εμείς όμως που αγωνιζόμαστε θα λάβουμε αμάραντο στεφάνι, την αιώνια ζωή.
Στην συνέχεια, χρησιμοποιώντας την εικόνα από τους αγώνες του δρόμου και της πυγμαχίας γράφει ότι ο ίδιος τρέχει και παλεύει πνευματικά έχοντας συγκεκριμένο σκοπό και ταλαιπωρεί το σώμα του, ώστε να μη αποδειχθή αδόκιμος, ενώ κηρύττει στους άλλους να αγωνίζονται.
Το δεύτερο χωρίο (Εφ. στ΄, 10-12) προέρχεται από τους αθλητικούς αγώνες της πάλης, και γράφει ότι δεν έχουμε να παλέψουμε με ανθρώπους, αλλά με τις αρχές και εξουσίες, με τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου με τα πονηρά πνεύματα, του διαβόλου. Γι’ αυτό τους συνιστά να φορέσουν την πανοπλία που δίνει ο Θεός για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις μεθοδείες του διαβόλου.
Το τρίτο χωρίο (Β΄Τιμ. δ΄, 6-8) λαμβάνοντας εικόνες από τους αθλητικούς αγώνες της εποχής του, γράφει, ενώ βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ότι αγωνίστηκε τον καλό αγώνα της πίστεως, έτρεξε τον δρόμο ως το τέλος, φύλαξε την πίστη και αναμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης που θα του δώση Εκείνος ο δίκαιος Κριτής και σε αύτόν και σε καθένα που αγαπά την ένδοξη εμφάνισή του.
Στην συνέχεια ο Σεβασμιώτατος είπε ότι τα τρία αυτά χωρία του Αποστόλου Παύλου δείχνουν ότι όλη η ζωή μας είναι ένα πνευματικό στάδιο και καλούμαστε σε αυτήν την ζωή να αγωνιζόμαστε για να τηρούμε τις εντολές του Χριστού, να παλεύουμε με τον διάβολο και να αναμένουμε το αμάραντο στεφάνι από τον δίκαιο Κριτή, όχι από άδικους ανθρώπους.
Δυστυχώς σήμερα ούτε έχουμε σαφή συνείδηση του πνευματικού αγώνα εναντίον του σατανά, ούτε αναμένουμε στεφάνι από τον Χριστό, αλλά αρκούμαστε στην απόλυτη αισθησιοκρατία και ηδονοκρατία και καθόμαστε στις κερκίδες ως θεατές των αγώνων των αγίων. Όμως πρέπει να αγωνιζόμαστε πνευματικά για να λαβουμε το στεφάνι της ζωής από τον δίκαιο Κριτή.
Μετά το πέρας της θείας Ευχαριστίας ο Σεβασμιώτατος περπάτησε στον λιθόστρωτο δρόμο του χωριού, χαιρέτησε και ευλόγησε τους κατοίκους και τους παραθεριστές και παρακάθισε σε καφενείο του χωριού, όπου συζήτησε με τους ανθρώπους για διάφορα επίκαιρα θέματα.