Η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών.
Μικρές επιχειρήσεις, ελεύθεροι επαγγελματίες και φυσικά πρόσωπα έχουν τη δυνατότητα από την 1η Ιουνίου 2021 να ρυθμίσουν τις οφειλές τους προς τράπεζες, διαχειριστές δανείων, δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία, είτε μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών ή μέσω της διαδικασίας της εξυγίανσης.
Σημειώνεται ότι η διαδικασία εξυγίανσης συνοδεύεται υποχρεωτικά από επιχειρηματικό σχέδιο με χρονική διάρκεια ίση με αυτή της συμφωνίας, το οποίο εγκρίνεται από τους συμβαλλόμενους. Οι νομικοί συνεργάτες των επιμελητηρίων δέχονται όλο και πιο συχνά ερωτήματα σχετικά με το θέμα και με άρθρα τους υπενθυμίζουν τους όρους της νομοθεσίας ενώ οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αναζητήσουν απαντήσεις για όλες τις ερωτήσεις τους στην ηλεκτρονική σελίδα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους.
«Πρακτικός Οδηγός: Προπτωχευτική διαδικασία εξυγίανσης» δημοσιεύτηκε και στην ηλεκτρονική σελίδα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών από τη νομική συνεργάτη του επιμελητηρίου Σουζάνα Κλημεντίδη.
Όπως αναφέρεται, η διαδικασία εξυγίανσης αποτελεί συλλογική προπτωχευτική διαδικασία, που αποσκοπεί στη διατήρηση, αξιοποίηση, αναδιάρθρωση και ανόρθωση της επιχείρησης υπό την προϋπόθεση ότι πληρούται η αρχή της μη χειροτέρευσης της θέσης των πιστωτών. Ως «Αρχή μη χειροτέρευσης» νοείται κάποιος μη συναινών πιστωτής να μην βρεθεί, σε χειρότερη θέση από τη θέση στην οποία θα βρισκόταν σε περίπτωση πτώχευσης του οφειλέτη.
Δικαιούχοι είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα – οφειλέτες που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα με έδρα στην Ελλάδα ή που βρίσκονται σε παρούσα ή επαπειλούμενη αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων στο σύνολό τους, ή απλώς υπάρχει πιθανότητα αφερεγγυότητάς τους.
Αρμόδιο δικαστήριο είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο, το οποίο δικάζει με τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας και οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε τακτικά ή έκτακτα ένδικα μέσα, εκτός αν ορίζεται αλλιώς.
– Αναγκαία η παροχή συναίνεσης των θιγόμενων πιστωτών, οι οποίοι εκπροσωπούν περισσότερο από το 50% των απαιτήσεων που έχουν ειδικό προνόμιο (υποθήκη, προσημείωση υποθήκης, ενέχυρο κ.α.) και περισσότερο από το 50% των λοιπών απαιτήσεων, σε κάθε περίπτωση όσων θίγονται από τη συμφωνία εξυγίανσης.
– Θεωρείται ότι δεν θίγεται η απαίτηση ενός πιστωτή όταν, κατά τη συμφωνία εξυγίανσης, δεν επηρεάζεται η νομική κατάσταση που είχε πριν από την επικύρωση της συμφωνίας εξυγίανσης.
– Ο υπολογισμός του ποσοστού πλειοψηφίας για τη συναίνεση των πιστωτών υπολογίζεται με βάση την Κατάσταση Πιστωτών, η οποία πρέπει να επισυνάπτεται στη συμφωνία, να συμπεριλαμβάνει όλους τους πιστωτές, ανεξαρτήτως προνομίων, που είχαν απαιτήσεις έστω και μη ληξιπρόθεσμες κατά του οφειλέτη και να έχει ημερομηνία όχι προγενέστερη των 3 ημερολογιακών μηνών από την ημερομηνία υποβολής της συμφωνίας στο δικαστήριο.
– δεν λαμβάνονται υπόψη οι πάσης φύσης απαιτήσεις υπό αίρεση.
– Αν ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο, η συναίνεσή του στη συμφωνία εξυγίανσης παρέχεται αποκλειστικά με απόφαση της διοίκησης και όχι με απόφαση των εταίρων (ΓΣ), ακόμα και σε περίπτωση που σύμφωνα με το νόμο απαιτείται απόφαση εταίρων (π.χ αύξηση κεφαλαίου,, μεταβίβαση ακινήτου της εταιρίας).
– Αν απαιτείται κατ’ εξαίρεση σύμπραξη ή συναίνεση των εταίρων, το δικαστήριο έχει την ευχέρεια να διορίσει ειδικό εντολοδόχο, με την εξουσία να συγκαλέσει γενική συνέλευση και να ασκήσει το δικαίωμα παράστασης και ψήφου εκείνων των μετόχων ή εταίρων του οφειλέτη που δεν συμπράττουν.
– Οι μη συμπράττοντες μέτοχοι ή εταίροι διατηρούν δικαίωμα αποζημίωσης έναντι της εταιρίας και των πιστωτών, σε περίπτωση που στο πλαίσιο διαγνωστικής δίκης αποδειχθεί ότι μετά την εκκαθάριση θα απέμενε υπολειμματική αξίωσή τους
– Το δημόσιο, Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, δημόσιες επιχειρήσεις και φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, συναινούν στη σύναψη συμφωνίας εξυγίανσης με μόνη την υπογραφή της συμφωνίας.
– Θεωρείται ότι συναινούν ακόμα κι αν δεν υπογράψουν τη συμφωνία, σε περίπτωση που πληρούνται οι ακόλουθες προυποθέσεις:
α) όταν η βεβαιωμένη βασική οφειλή προς αυτά κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας εξυγίανσης δεν υπερβαίνει το ποσό των 15.000.000 ευρώ,
β) όταν βεβαιώνεται από έκθεση εμπειρογνώμονα ότι δεν θα περιέλθουν σε χειρότερη θέση ως προς τις απαιτήσεις τους κατά τον χρόνο υπογραφής της συμφωνίας, από τη θέση στην οποία θα περιέρχονταν σε περίπτωση πτώχευσης, και
γ) όταν σύμφωνα με έκθεση εμπειρογνώμονα, οι βεβαιωμένες απαιτήσεις τους είναι ποσό μικρότερο από το σύνολο των απαιτήσεων των ιδιωτών πιστωτών.
Η συμφωνία εξυγίανσης μπορεί να έχει ως αντικείμενο οποιαδήποτε ρύθμιση αφορά στην οικονομική κατάσταση (ενεργητικό ή παθητικό) του οφειλέτη. Ο νόμος προβλέπει ειδικότερα τις κάτωθι ρυθμίσεις:
Η συμφωνία εξυγίανσης συνάπτεται με ιδιωτικό έγγραφο [εκτός αν οι υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται απαιτούν σύνταξη δημοσίου εγγράφου (π.χ. τροποποίηση καταστ. ΕΠΕ)] και συνοδεύεται από επιχειρηματικό σχέδιο, ενώ σε καμία περίπτωση δεν ισχύει αν δεν επικυρωθεί από το δικαστήριο (εκτός αν κατά τη βούληση των συμβαλλομένων το σύνολο ή μέρος των όρων της ισχύουν μεταξύ τους και χωρίς την επικύρωση κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου), σύμφωνα με τα παρακάτω:
– Κατάθεση αίτησης επικύρωσης στο Πολυμελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας του οποίου ο οφειλέτης έχει το κέντρο των κύριων συμφερόντων του, είτε από τους πιστωτές (όταν δεν υπάρχει σύμπραξη οφειλέτη), είτε από τον οφειλέτη.
Απαραίτητα τυπικά στοιχεία είναι η ταυτότητα του οφειλέτη, οικονομικά στοιχεία (ενεργητικού-παθητικού), περιγραφή των μερών και των απαιτήσεων που επηρεάζονται, κατηγορίες πιστωτών, περιγραφή των όρων της προτεινόμενης ρύθμισης.
Συνοδευτικά έγγραφα είναι:
Στη συνέχεια η διαδικασία έχει ως εξής:
Από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την έκδοση απόφασης και για διάστημα που δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 4 μήνες, ισχύουν για τον οφειλέτη (με δυνατότητα επέκτασης και για τον εγγυητή ή συνοφειλέτες) τα εξής:
Το δικαστήριο επικυρώνει τη συμφωνία εφόσον έχει υπογραφεί από τον οφειλέτη και τις απαιτούμενες πλειοψηφίες των πιστωτών ή μόνο από τους πιστωτές (σε περίπτωση που δεν υπάρχει σύμπραξη οφειλέτη).
Αν δεν υπάρχουν οι απαραίτητες πλειοψηφίες, η συμφωνία επικυρώνεται όταν:
Επιπλέον απαιτείται σε κάθε περίπτωση:
Το Δικαστήριο δεν επικυρώνει όταν:
Σημειώνεται ότι προβλέπεται η δυνατότητα τριτανακοπής κατά επικύρωσης από μη διάδικο (30μέρες από δημοσίευση σε μητρώο).
Τα αποτελέσματα επικύρωσης της αίτησης είναι:
Σε περίπτωση απόρριψης της αίτησης επικύρωσης, υπάρχει δυνατότητα έφεσης μόνο από τον αιτούντα. Επιπλέον, υπάρχει η δυνατότητα τροποποίησης της επικυρωθείσας συμφωνίας εξυγίανσης (αίτηση μεταρρύθμισης), εφόσον υπάρχει μεταγενέστερη συμφωνία όλων των μερών και σχετική έκθεση εμπειρογνώμονα. Κατά τη διαδικασία αυτή επιτρέπεται μόνο παρέμβαση, ενώ κατά της απόφασης που απορρίπτει την αίτηση επιτρέπεται έφεση μόνο από τον αιτούντα και όχι τριτανακοπή.
Ακόμη, υπάρχει η δυνατότητα ακύρωσης της συμφωνίας εξυγίανσης, αν αποδειχθεί δόλος του οφειλέτη ή συμπαιγνία του με πιστωτή ή τρίτο και ιδίως λόγω απόκρυψης του ενεργητικού ή διόγκωσης του παθητικού. Με την απόφαση ακύρωσης οι πιστωτές αποδεσμεύονται από τη συμφωνία, ενώ ο οφειλέτης αποδεσμεύεται μόνο εφόσον δεν υπάρχει καλόπιστος τρίτος που απέκτησε περιουσιακό δικαίωμα δυνάμει της συμφωνίας.
Πηγή: ethnos.gr