Πανεπιστήμια: Όταν το ιδιωτικό συμφέρον τίθεται υπεράνω του Συντάγματος
Γράφει ο Αλέξανδρος Καπέρδος – Φοιτητής Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πατρών

O Carl Schmitt, Γερμανός νομικός και συγγραφέας που νομιμοποίησε με τις θεωρίες του το ναζισμό, υποστήριζε πως το δίκαιο δεν είναι παρά προϊόν της βούλησης της κυρίαρχης εξουσίας.
Κοινώς, μια νομενκλατούρα αποφασίζει και διατάζει, καθορίζοντας με «νόμιμες» διαδικασίες το τι είναι νόμος και τι όχι.
Στην Ελλάδα του Μητσοτάκη, η θεωρία του έχει καταντήσει «ο κανόνας». Μια ολιγομελής ελίτ βαφτίζει «νομοτέλεια» το δικό της όφελος, χωρίς να διστάζει να κουρελιάσει το Σύνταγμα όποτε αυτό ορθώνεται εμπόδιο.
Αλήθεια, πόσες φορές ακούσατε ή διαβάσατε ότι το Σύνταγμα παρακάμπτεται για λόγους «δημοσίου συμφέροντος», με το «συμφέρον» αυτό να μεταφράζεται τελικά προς όφελος του ίδιου του λαού και του δημοσίου; Θα σας πω εγώ: Ουδέποτε!
Ποιος είπε ότι οι συνταγματικοί νόμοι είναι αμετάβλητοι; Ότι τα κεκτημένα αγώνων δεν επανακαθορίζονται κατά το δοκούν, ιδίως όταν εμπλέκεται το ιδιωτικό κεφάλαιο;
Ποιος είπε ότι μια απόφαση ανώτατου δικαστηρίου δε μπορεί να δώσει πράσινο φως για να μετατραπεί το Πανεπιστήμιο από χώρος κοινωνικής επένδυσης σε πολυτελές καταναλωτικό αγαθό;
Ποιος φανταζόταν ότι η Παιδεία, θα μπορούσε να εμπορευματοποιηθεί τόσο απροκάλυπτα; Ότι θα κατέληγε να προσφέρει προνόμια στους «έχοντες» σε μια χώρα πνιγμένη από «μη έχοντες»;
Ότι η αξία ενός πανεπιστημίου θα μετριόταν με βάση τον πλούτο του και τη δαπάνη που είναι διατεθειμένο να παρέχει ανά φοιτητή, ενώ το ποιόν του ίδιου του φοιτητή θα αξιολογείται όχι από τις γνώσεις ή τις δυνατότητές του, αλλά από… τα ψηφία στον τραπεζικό του λογαριασμό;
Μια αμερικανοποιημένη εκδοχή Παιδείας που επιβάλλεται άγαρμπα πάνω στα ερείπια της ελληνικής φτώχειας. Μια Παιδεία βαθιά ταξική, εμπορεύσιμη, σχεδιασμένη αποκλειστικά για τις ανάγκες των λίγων και τις τσέπες των ισχυρών.
Αυτή η Παιδεία νομιμοποιήθηκε σήμερα. Όχι μέσα από ανοιχτή διαβούλευση με πανεπιστημιακούς φορείς, συλλογικότητες ή την κοινωνία. Αλλά πίσω από ερμητικά κλειστές πόρτες, πρώτα υπουργικές κι ύστερα δικαστικές.
Αξιοθρήνητο. Επικίνδυνο. Βαθιά αντιδημοκρατικό. Κι όμως, πέρα για πέρα πραγματικό…