Παλαμαϊκή Σχολή Μεσολογγίου: «Το κτήριο που κλαίει»

Διακόσια εξήντα πέντε χρόνια. Μια ιστορία δυόμιση αιώνων. Το μακρινό 1760 στη σχολή Μεσολογγίου ανέλαβε σχολάρχης ο λόγιος και δάσκαλος του γένους, γεννηθείς στο χωριό Παλαμάς της Καρδίτσας, Παναγιώτης Παλαμάς, που ήταν το γένος των Μεσολογγιτών Παλαμάδων, μέλη της οποίας ήταν ο Κωστής και Λέανδρος Παλαμάς.
Έδωσε το όνομά του κι έτσι ονομάστηκε «Παλαμαϊκή» ή «Παλαμαία Σχολή». Από την πρώτη στιγμή η σχολή αυτή προσέλκυσε σπουδαστές απ’ όλη την Ελλάδα κι αυτό συνεχίστηκε και μετεπαναστατικά.
Το 1775 η σχολή στεγάστηκε σε κτήριο που φτιάχτηκε στο σημερινό οικόπεδο, μεταξύ του μουσείου Παλαμά και του μουσείου Τρικούπη.
Το 1800 τη θέση την ανέλαβε ο γιός του ο Γρηγόρης Παλαμάς και η σχολή ονομάστηκε «Μεσολογγίτις Ακαδημία». Το 1821, λόγω εισβολής των Τούρκων, σταμάτησε η λειτουργία της. Την επανίδρυσε πάλι το 1829 ο Ιωάννης Καποδίστριας.
Με τη μορφή γυμνασίου ενταγμένου στο εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργεί από το 1846, με βασιλικό διάταγμα που αναγράφτηκε στο ΦΕΚ με αριθμό 33/31-12-1846.
Επί κυβερνήσεως Βενιζέλου και υπουργού παιδείας τον Γεώργιο Παπανδρέου, στο γενικό πλαίσιο ανοικοδόμησης των σχολείων όλης της χώρας, κατασκευάστηκε από τον αρχιτέκτονα Περικλή Γεωργακόπουλο αυτό το κτήριο που αποτελεί κόσμημα για το Μεσολόγγι, για την αρχιτεκτονική, κατασκευαστική και ιστορική του αξία.
Το κτήριο άνοιξε την πόρτα του και άρχισε σ’ αυτό η νέα ζωή της «Παλαμαϊκής σχολής».
Αν στην πόρτα του κτηρίου υπήρχε ένας καταμετρητής που θα μετρούσε πόσοι μαθητές πέρασαν μέσα σ’ αυτό, έχοντας όμως και τη δυνατότητα να μας δώσει το ποσοστό όσων πρόκοψαν στη ζωή τους, είμαι σίγουρος πως το ποσό αυτό θα ήταν συντριπτικό. Οι περισσότεροι των μαθητών που αποφοίτησαν μεγαλούργησαν στη ζωή τους. Εκατοντάδες άνδρες και γυναίκες διέπρεψαν στις τέχνες και στα γράμματα, πολλοί δε απ’ αυτούς διακρίθηκαν στο Πανελλήνιο, στο Ευρωπαϊκό και στο Παγκόσμιο στερέωμα.
Τα χρόνια πέρασαν και το κτήριο της Παλαμαικής Σχολής άρχισε να φωνάζει. Είχε δει στο κορμί του μια ρωγμή. Φώναζε, φώναζε, φώναζε αλλά δεν άκουγε κανείς. Όλοι γύρω του αδιάφοροι, λες και ξαφνικά είχαν κουφαθεί. Ζητούσε μόνο να του περιποιηθούν αυτή τη μικρή πληγή που μόλις είχε ανοίξει. Ο καιρός περνούσε, τα χρόνια περνούσαν, το κτήριο φώναζε συνέχεια, αλλά ένας γιατρός να σκύψει από πάνω του δε βρέθηκε. Οι πληγές του μεγάλωσαν, πλέον αιμορραγούσε, βράχνιασε και η φωνή του έκλεισε, μέχρι που του έκλεισαν και την πόρτα.
Το κτήριο όμως είχε μάθει να ζει απ’ τις φωνές των μαθητών του, απ’ το γέλιο και το κλάμα τους, απ’ τον ήχο της σκάλας, όταν την ανέβαιναν ή την κατέβαιναν εκείνα τα μικρά ποδαράκια. Είχε μάθει να ζει απ’ τα παιχνίδια και τα τραγούδια τους, απ’ το τρίξιμο της κιμωλίας πάνω στον πίνακα, απ’ τη μεγαλοσύνη των καθηγητών, απ’ τον ήχο του κουδουνιού που το κουνούσε ο επιστάτης στα χέρια του.
Έτσι είχε μάθει, μέχρι που η πόρτα έκλεισε. Του είχαν πάρει και τη ζωή του. Τότε μαράζωσε και ξέσπασε σε κλάματα. Μόνο όσο διαρκούσε το φως της ημέρας δεν έκλαιγε, γιατί το φως είναι ελπίδα κι αυτό πάντα ήλπιζε σε κάποια βοήθεια. Όταν όμως έπεφτε το σκοτάδι, άρχιζε το κλάμα με θρήνους και μοιρολόγια. Κανείς όμως δεν το άκουγε, όπως δεν είχε ακούσει και τις φωνές του.
Τα χρόνια περνούσαν και φτάσαμε στο 2010, όταν το Κεντρικό Συμβούλιο Νεότερων Μνημείων αποφάσισε και το κατέταξε στα διατηρητέα.
Το κτήριο της «Παλαμαϊκής Σχολής» για ένα πολύ μικρό διάστημα χάρηκε και γέλασε. Ήταν το 2021, που είδε το φίλο του κτήριο «ΞΕΝΟΚΡΑΤΕΙΟ» να γίνεται ένα μοναδικό αρχαιολογικό μουσείο και ν’ αποκτά πάλι αίγλη και φως. Το χάρηκε με όλη του ψυχή. Όχι μόνο το χάρηκε, αλλά αναπτερώθηκαν και οι ελπίδες του πως πολύ σύντομα θα ερχόταν κι η δική του σειρά.
Κράτησε λίγο αυτή η διάθεσή του και μετά πάλι κάθε βράδυ κλάμα, όλη τη νύχτα. Οι άνθρωποι συνέχισαν να είναι αδιάφοροι.
Σε λίγο θα γίνει τουριστική ατραξιόν για την προσέλκυση τουριστών και στα φυλλάδια θα γράφουμε «Το κτήριο που κλαίει». Θα έρχονται κρατώντας το ποτό τους ή τον καφέ τους και θα στέκονται απ’ έξω για να ακούσουν.
Δεν έχουν καταλάβει πως δεν κλαίει για το κατάντημά του, άλλωστε δε φταίει αυτό, αλλά κλαίει για το κατάντημα των ανθρώπων, για την απάθειά τους. Κλαίει γιατί ο άνθρωπος ξέχασε να είναι άνθρωπος. Κλαίει για την ξεχασμένη μπέσα. Κλαίει γιατί χάθηκε το φιλότιμο. Κλαίει γιατί ο άνθρωπος ξέχασε τα δύο πιο όμορφα ρήματα στον κόσμο, το «σ’ αγαπώ» και το «βοηθώ». Κλαίει κι αναρωτιέται γιατί κατάντησε τόσο αδιάφορη η κοινωνία!
Όλοι εσείς, όλοι εσείς οι μαθητές κι όσοι ακόμη ενδιαφέρεστε, αφιερώστε λίγο χρόνο από το βράδυ σας και πηγαίνετε εκεί, κοντά του. Σταθείτε έξω από τα κάγκελα κι ανοίξτε τ’ αυτιά σας για ν’ αναγνωρίσετε τους ήχους. Δεν είναι τα παράθυρα κι οι πόρτες που τρίζουν, είναι το κλάμα του. Θα σας παρακαλέσω όμως όταν θα πάτε, μην έχετε μαζί σας καφέ ή ποτό. Πηγαίνετε κρατώντας στο χέρι σας ένα κερί κι όταν ακούσετε το κλάμα του, τότε ανάψτε το. Τοποθετήστε το μέσα στο χώμα κι αφήστε το να λιώσει, όπως λιώνει και το κτήριο της «Παλαμαϊκής Σχολής» Μεσολογγίου!!!
Του Δημήτρη Μανιάτη











