ΆποψηΡοή Ειδήσεων

«Μυρτιώτισσα» – Η κορυφαία ποιήτρια της αγάπης και του έρωτα μιλάει για ζωή της

Γράφει ο Τάσος Φραγκαναστάσης

«Το όνομά μου είναι  Θεώνη Δρακοπούλου, όμως είμαι  γνωστή  με το λογοτεχνικό μου ψευδώνυμο «Μυρτιώτισσα», Μου άρεσε αυτό το όνομα γιατί Μυρτιώτισσα είναι αυτή που μυρίζει ωραία σαν την μυρτιά.

Γεννήθηκα το 1885 στην Κωνσταντινούπολη όπου υπηρετούσε ο πατέρας μου, ως πρώτος διερμηνέας τής εκεί Ελληνικής Πρεσβείας και εκεί πέρασα τα πρώτα 6 παιδικά μου χρόνια.

Δεκαέξι χρονών απήγγειλα στον «Παρνασσό» το ποίημα του Παλαμά για τον χαμένο γιό του Άλκη, «Ξύπνα, Ξύπνα» και για πρώτη φορά έγινε θόρυβος στους πνευματικούς κύκλους της Αθήνας για την εξαιρετική απαγγελία μου. Την εποχή αυτή συνεργάστηκα με τη Νέα  Σκηνή του Κώστα Χρηστομάνου.

Έλαβα μάλιστα μέρος και σε θεατρικές παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου αλλά η οικογένειά μου και κυρίως ο διπλωμάτης  πατέρας μου αντιδρούσε. Με ανάγκασε να σταματήσω το θέατρο. Μια μέρα στο σπίτι μας γνώρισα έναν μακρινό μου εξάδελφο τον Σπύρο Παππά που ζούσε στο Παρίσι και αγαπούσε το θέατρο. Με ερωτεύτηκε παράφορα και τελικά  τον παντρεύτηκα. Ο άντρας μου, μου επέτρεψε να συνεχίσω τις σπουδές μου στη Γαλλική Κρατική Δραματική Σχολή. Μαζί αποκτήσαμε  ένα παιδί, τον Γιώργο. Όμως όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, όσο κι αν αγάπησε και φρόντισε κι αυτός όπως μπορούσε για τη μόρφωση του παιδιού μας, στο βάθος έμεινε ξένος για μένα. Ο γάμος μου στάθηκε άτυχος. Εγώ η ίδια δέχτηκα να παντρευτώ έναν ξάδελφό μου που είχε έρθει τότε απ’ το Παρίσι, για να μας δει, και τον προτίμησα απ’ όλους τους νέους που γνώριζα. Δεν τον αγάπησα, όμως έλεγα πως το συγγενικό μας αίμα θα έσμιγε σιγά – σιγά και τις ψυχές μας. Είχα άδικο. Όσο καλός κι αν ήταν, ευγενικός, μορφωμένος, … στο βάθος έμεινε ξένος για μένα.

Μετά τη γέννηση του γιου μου,  το όνειρο του θεάτρου έκλεισε οριστικά. Με τη συγκατάθεση και του πατέρα μου που έβλεπε τον αδιέξοδο γάμο μου αλλά και τη συναίνεση του άνδρα μου, που πικραμένος το δέχτηκε, χώρισα. Μέσα μου,  ένοιωθα ένα τεράστιο κενό.

Και ήρθε η στιγμή αυτό το κενό να το γεμίσει με ένα μεγάλο έρωτα. Έναν έρωτα που ήρθε σαν θρίαμβος κι έφυγε σαν αρχαία τραγωδία . Όλα, όσα την συγκινούσαν και με συγκλόνιζαν, οι καλλιτεχνικές μου ευαισθησίες, οι ερωτικές ανικανοποίητες στο γάμο μου παρορμήσεις, τα «απειθάρχητα ένστικτά μου», η υπέρβαση των «πρέπει» της εποχής, η αγάπη μου για τη λογοτεχνία που από μικρή διάβαζα και θαύμαζα, διοχετεύτηκαν σε μια προσφορά αγάπης σε ένα πρόσωπο.

Στον Λορέντζο Μαβίλη.   Στο πρότυπο του τέλειου άνδρα.  Ωραίος, ψηλός, ξανθός,   αριστοκράτης στην καταγωγή και στη φύση του, ευγενικός, ήπιος, μορφωμένος, αναγνωρισμένος ήδη ως ο ποιητής των σονέτων, βουλευτής με τον Βενιζέλο το 1910 στην Αναθεωρητική βουλή με τον περίφημο λόγο για τη γλώσσα και το πολύ γνωστό: «Δεν υπάρχει χυδαία γλώσσα, υπάρχουν μόνο χυδαίοι άνθρωποι». Ήταν κιόλας ένας μύθος.

Ήταν αυτός που συγκέντρωνε όλα όσα ονειρευόμουνα. Με αριστοκρατική καταγωγή, μεγάλωσε μέσα στον απαράμιλλο  πνευματικό κόσμο της Κέρκυρας, με τη βαριά κληρονομιά του Σολωμού και με δάσκαλο τον Πολυλά .  Με σπάνια πνευματικά προσόντα από νωρίς επιδόθηκε στη μελέτη του αρχαίου κλασσικού κόσμου, ενώ παράλληλα σπούδασε τις σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες: ιταλική, γαλλική, αγγλική, γερμανική, ισπανική. Μετά τις γυμνασιακές του σπουδές στην Κέρκυρα και τη μονοετή φοίτησή του στη Φιλολογία του Πανεπιστημίου Αθηνών σπούδασε Φιλολογία στη Γερμανία, όπου και παρέμεινε 14 χρόνια.

Γι’ αυτόν έγραψα ένα από τα διασημότερα ποιήματά μου. Με μια ανατριχιαστική απλότητα λέξεων που αγγίζει τα μύχια της ψυχής.

Σ’ αγαπώ

Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ
Τίποτ’ άλλο να πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
Με λαχτάρα σκορπώ
Τον πολύφυλλο ανθό
Της ζωής μου

Τα δυο χέρια μου, να…
Στα προσφέρω δετά
Για να γείρεις γλυκά
Το κεφάλι

Κι η καρδιά μου σκιρτά
Κι όλη ζήλια ζητά
Να σου γίνει ως αυτά
Προσκεφάλι

Ω μελίσσι μου, πιες
Απ’ αυτόν τις γλυκές
Τις αγνές ευωδιές
Της ψυχής μου!

Σ’ αγαπώ τι μπορώ
Ακριβέ να σου πω
Πιο βαθύ, πιο απλό
Πιο μεγάλο;

Ο Λορέντζος Μαβίλης  στις 28 Νοεμβρίου του 1912 γίνεται επικεφαλής του λόχου των  Γαριβαλδινών που  ήταν εθελοντικό στρατιωτικό σώμα Ιταλών πολεμιστών που έσπευσε στο πλευρό των Ελλήνων . Την επόμενη μέρα 29 Νοεμβρίου 1912 σκοτώνεται στη Μάχη του Όρους Δρίσκου κοντά στα Ιωάννινα κατά τον Πρώτο Βαλκανικό πόλεμο, στα 52 του χρόνια. . Ήμουν τότε 27 ετών και δεν μπόρεσα ποτέ να τον λησμονήσω.

Οι εφιαλτικές μνήμες και η δυστυχία μου μετουσιώθηκαν σε λυρική ποίηση. Ο έρωτας μου , αισθηματικός και αισθησιακός, άλλοτε χαμηλόφωνος και άλλοτε σπαρακτικός, μέσα σε μια ατμόσφαιρα ρομαντισμού, αποτυπώνεται στα ποιήματα μου «Τα βήματά σου», «Μηδ’ ό πόνος μου…», «Νεκρέ έρωτά μου», «Πάθος». Στο ποίημα «Τι άλλο καλέ μου»  ζωντανεύει μπροστά μου η μορφή του νεκρού αγαπημένου μου, ενώ τα τραγούδια ποιήματά του  κατακλύζουν την ψυχή μου.

Με το πάθος και τη σοφία της γυναικείας ψυχής μου , μετά τον θάνατο του Λορέντζου Μαβίλη συνειδητοποίησα πως ο μεγάλος έρωτας δωρείται μόνο μια φορά στη ζωή του κάθε ανθρώπου και δεν του αξίζει καμιά λησμοσύνη .

*ΔΙΕΘΥΝΤΗΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΝΕΟΧΩΡΙΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ-ΜΟΥΣΙΚΟΣ-ΣΤΙΧΟΥΡΓΟΣ

Χορηγούμενη

papathanasiou2025 Τοπική Διαφήμιση
koukounas ezgif.com resize Τοπική Διαφήμιση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε Επίσης

Back to top button