ΕλλάδαΡοή Ειδήσεων

«Μας φάγανε οι αλεπούδες»: Ένα απόγευμα στο μοναδικό χωριό της Αθήνας

Στο Αττικό Άλσος, υπάρχει ένας οικισμός που σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι στην επαρχία.

Είμαστε δύο τύποι που φοράμε μαύρα και κυκλοφορούμε κοιτώντας σαν χαμένοι μέσα σε αδιέξοδα στενάκια και εγκαταλειμμένες μάντρες. Ο ένας με μία κάμερα στο χέρι. Η ώρα είναι 4 το μεσημέρι και η ημέρα μία συνηθισμένη Πέμπτη του Φεβρουαρίου. Ο καιρός είναι ασυνήθιστα κρύος. Αν μας ρωτήσει κάποιος ντόπιος τι κάνουμε εκεί, δεν ξέρουμε πώς διάολο θα μας πιστέψει.

Όσο παράταιροι είμαστε εμείς στο σκηνικό, τόσο ξένοι νιώθουμε και οι ίδιοι μέσα στον χώρο. Ο συννεφιασμένος ουρανός και η πλήρης απουσία οποιουδήποτε ανθρώπου μάς απομονώνει από το περιβάλλον. Στην περιοχή ακούγεται μόνο ο αέρας στα φύλλα και γαυγίσματα από μακριά. Κάπως έτσι πρέπει να είναι ο χειμώνας στα χωριά της ερειπωμένης ελληνικής επαρχίας.

Το θέμα όμως είναι ότι δεν χρειάστηκε να φύγουμε από την Αττική. Δεν χρειάστηκε να φύγουμε κάν από την Αθήνα. Για την ακρίβεια, χρειάστηκε απλά να πάρουμε μία ανηφορική στροφή από τον περιφερειακό του Γαλατσίου. Τρία-τέσσερα λεπτά μακριά από φανάρια, κόρνες, λεωφορεία και οποιαδήποτε άλλη εικόνα μπορεί να έχετε στον νου σας για την πυκνοκατοικημένη Αθήνα.

Το μοναδικό χωριό της Αθήνας

Ο οικισμός Γεωργίου Παπανδρέου είναι ένα χωριό αποτελούμενο από περίπου 800 κατοίκους που απλώνονται σε μία περιοχή λίγο μικρότερη από 100 στρέμματα. Η ιστορία του είναι μία ιστορία καταπάτησης, υποσχέσεων του ελληνικού κράτους προς τους κατοίκους και μίας σειράς αντικρουόμενων αποφάσεων των ελληνικών δικαστηρίων. Αυτή ή ιστορία φαίνεται στην περιήγηση που κάναμε.

Η δόμηση του οικισμού είναι χαοτική. Προσπαθήσαμε να περπατήσουμε όλο το χωριό αλλά βρεθήκαμε σε διαφόρων ειδών αδιέξοδα. Άλλες φορές, επειδή δεν οδηγεί κάπου η ασφαλτόστρωση και άλλες απλά επειδή έχουν τοποθετηθεί αυτοσχέδια απαγορευτικά από τους κατοίκους.

Στον δρόμο δεν υπήρχε κανείς πεζός. Την απόλυτη ησυχία διέκοπταν κάποια αυτοκίνητα, τα περισσότερα εκ των οποίων ανήκαν σε μία Σχολή Οδηγών. Στα χαμηλά του χωριού, το μάτι μας έπεσε σε έναν κύριο γύρω στα 60. Μάζευε χόρτα, ανέβαινε στο μηχανάκι του, τα άφηνε μέσα στο σπίτι του 150 μέτρα πιο κάτω και μετά πάλι από την αρχή.

chorio.jpg

Όταν περάσαμε από μπροστά του, ήταν τελείως αφηρημένος. Τον ρωτήσαμε αν θέλει να μας πει δύο κουβέντες για το πώς είναι να ζεις σε χωριό μέσα στην Αθήνα. Αρνήθηκε ευγενικά γιατί ήταν βιαστικός. Μας παρέπεμψε σε ένα όνομα που δεν ακούσαμε καν. Όταν προσπαθήσαμε να τον ξαναρωτήσουμε, ήταν ήδη αρκετά μακριά.

Περπατώντας απογοητευμένοι που η μόνη αλληλεπίδραση που είχαμε ήταν με τα ροτβάιλερ-φύλακες, βρήκαμε ένα στενό, πλάι από μία εκκλησία. Προσπεράσαμε τον γλιτσερό δρόμο και βρήκαμε μπροστά μας μία από τις πιο εντυπωσιακές θέες της Αθήνας. Ήταν και η πρώτη φορά που είδαμε τόσο έντονα μία θάλασσα τσιμέντου που σε έκανε να ασφυκτιάς που θα γύρναγες εκεί μέσα. Ανεβαίνοντας και έχοντας αυτό το συναίσθημα, είδαμε στα αριστερά μας μία μάντρα με εκατοντάδες ζώα.

Ο βοσκός που δεν αφήνει με τίποτα τη στάνη του

Έξω από αυτή είναι στημένος ένας ολόκληρος πάγκος γεμάτος λαχανικά, αυγά και τυροκομικά. Όλα τα προϊόντα είναι αγνά και προέρχονται από τη φάρμα του Γιάννη Φρατζέσκου, ενός από τους τελευταίους κτηνοτρόφους – αγρότες που δραστηριοποιούνται στο Λεκανοπέδιο της Αττικής.

Η ιστορία του είναι μοναδική. Ο ίδιος μεγάλωσε στη Νάξο και από πολύ μικρή ηλικία ασχολήθηκε με την κτηνοτροφία. Το 2011, όμως, πήρε μια απόφαση που του άλλαξε τη ζωή. Η πρόγιαγιά του πέθανε και το σπίτι – οικόπεδο που διέθετε στις παρυφές του Αττικού Άλσους έμεινε κενό. Έτσι, λοιπόν, ο Γιάννης άφησε το νησί και μετακόμισε στην Αθήνα. Η ζωή του δεν άλλαξε και τόσο πολύ τελικά.

«Η πρόγιαγιά μου είχε μόνο πρόβατα. Εγώ έφτιαξα και τα κοτόπουλα, τα γίδια, όλα τα ζωντανά που βλέπεις εδώ». Του αρέσει η δουλειά του και δεν θα την άφηνε προκειμένου να μετακομίσει στην πόλη, η θέα της οποίας ξεχύνεται στο βάθος της στάνης. «Είναι παράνοια η ζωή στην Αθήνα. Μου έχουν πει να πάω να μείνω στο Γαλάτσι, αλλά δεν θέλω» λέει γελώντας.

Μέσα στα 14 χρόνια που πια ζει μόνιμα στον Οικισμό Παπανδρέου έχει καταφέρει να χτίσει μια μόνιμη πελατεία ανθρώπων τόσο από το χωριό όσο και από την πόλη που ανεβαίνουν στον λόφο για να ψωνίσουν τα προϊόντα του.

Σήμερα είναι Πέμπτη απόγευμα και η κίνηση, όπως εξηγεί, είναι πεσμένη. «Πού να δεις τι γίνεται τα Σαββατοκύριακα! Έρχεται κόσμος για να πάρει αυγά, τυρί, λαχανικά και για να φέρει τα παιδιά του να δουν τα ζώα» συμπληρώνει. Αυτό, μάλιστα, συμβαίνει και μπροστά μας, όταν μια μητέρα αφήνει το παιδί της να πάει κοντά στον φράχτη και να αγγίξει τα κατσίκια και τα πρόβατα που στέκονται ήρεμα, καθώς έχουν συνηθίσει τον κόσμο.

Η ζωή βέβαια στο μοναδικό χωριό του αστικού ιστού της Αθήνας για έναν κτηνοτρόφο δεν είναι και η πιο εύκολη. «Κάποια από τα ζώα τα έχω ελεύθερα, αλλά έχω πολύ μεγάλο πρόβλημα με τις αλεπούδες. Τελευταία υπάρχει και ένα τσακάλι που έρχεται από το λατομείο. Να φανταστείς πήρα πριν από μερικές μέρες καμιά εικοσιπενταριά χήνες και τις έφαγαν. Μου έμειναν μόνο δύο», σημειώνει.

Παρά τις δυσκολίες, όμως, της δουλειάς, ο Γιάννης δεν αφήνει με τίποτα το χωριό. Μόνο τα καλοκαίρια που κατεβαίνει στο νησί για μερικές εβδομάδες. Και μετά πάλι πίσω. Φεύγοντας, κόβει λίγο τυρί και μάς δίνει να δοκιμάσουμε. «Δε θα βρείτε τέτοιο πράγμα πουθενά αλλού στην πόλη» λέει γεμάτος σιγουριά. Δεν είχε και άδικο.

Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο και σε λιγότερο από πέντε λεπτά είμαστε και πάλι πίσω στην κίνηση και τη φασαρία της πόλης. Αυτόματα, το «τελευταίο χωριό της Αθήνας» έμοιαζε μία πολύ μακρινή ανάμνηση.

reader.gr

Χορηγούμενη

papathanasiou2025 Τοπική Διαφήμιση
Τοπική Διαφήμιση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε Επίσης

Back to top button