ΆποψηΡοή Ειδήσεων

Ανοιχτή επιστολή για την καταστατική θέση των αιρετών της αυτοδιοίκησης και την αντιμισθία τους

Η επιστολή του Νίκου Κωστακόπουλου, Εκπαιδευτικού και Δημοτικού Συμβούλου Θέρμου προς τον Υπουργό Εσωτερικών κ. Παναγιώτη Θεοδωρικάκο, έχει ως εξής:

“Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,


Αφού σας εκφράσω κατ’ αρχάς τις ευχές μου για καλή επιτυχία στο έργο που αναλαμβάνετε με την ευκαιρία της ανάληψης των καθηκόντων σας ως Υπουργού Εσωτερικών και ενόψει των εξαγγελιών της κυβέρνησης για την υλοποίηση άμεσα θεσμικών παρεμβάσεων για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, ήθελα να σας εκθέσω, μέσω της επιστολής αυτής, ένα βασικό, κατά τη γνώμη μου, σχετικό ζήτημα που θα έπρεπε να συμπεριληφθεί στις εν λόγω θεσμικές παρεμβάσεις.

Πρόκειται για ένα ζήτημα που άπτεται της καταστατικής θέσης των αιρετών της αυτοδιοίκησης και πιο συγκεκριμένα πρωτευόντως γι’ αυτό της αποστέρησης της αντιμισθίας μιας συγκεκριμένης κατηγορίας. Αυτών που έχουν την υπαλληλική ιδιότητα, οι οποίοι ως Δήμαρχοι, Αντιδήμαρχοι ή Πρόεδροι δημοτικών συμβουλίων τους χορηγείται ειδική άδεια άνευ αποδοχών απουσίας από την υπηρεσία τους για όλο το διάστημα της θητείας τους και λαμβάνουν από τον Δήμο το ποσό που αναλογεί στον μισθό τους, αλλά δεν τους αποδίδεται και η αντιμισθία που δικαιούνται όλες οι άλλες επαγγελματικές κατηγορίες αιρετών της αυτοδιοίκησης (άρθρα 92 και 93 Ν. 3852/2010 “Καλλικράτης”).

Έτσι, ένας υπάλληλος που θα αναλάβει ένα από τα προαναφερόμενα αξιώματα όχι μόνο δεν αμείβεται κατά τι παραπάνω για τις αυξημένες ευθύνες που αναλαμβάνει αλλά ούτε καν για να καλύψει τα επιπλέον έξοδα που συνεπάγονται αυτές οι θέσεις και επιπλέον αναγκάζεται να αποστερηθεί και τον μισθό του εν μέρει ή εν όλω, για να μπορέσει ν’ ανταποκριθεί με πληρότητα στα καθήκοντά του, πράγμα που ισοδυναμεί και με οικονομική εξόντωση, (πέρα από την υπηρεσιακή του επιβάρυνση, που έτσι κι αλλιώς υφίσταται), τη στιγμή μάλιστα που η αντιμισθία παρέχεται σε όλες τις επαγγελματικές κατηγορίες των αιρετών (ελεύθερους επαγγελματίες, εισοδηματίες, αγρότες, ανέργους κ.α.) και ανεξαρτήτως άλλων εσόδων που πιθανόν έχουν από ποικίλες πηγές και δεν υπάρχει και απαγόρευση μάλιστα και για παράλληλη εξάσκηση του επαγγέλματός τους ειδικά για τους αιρετούς στους μικρούς Δήμους.

Αντίστοιχα βέβαια συμβαίνει σε μικρότερο βαθμό και με τους συνταξιούχους του δημοσίου, από τους οποίους αποστερείται μέρος της σύνταξής τους εάν αναλάβουν ένα από τα παραπάνω αξιώματα.

Αυτό αντίκειται στη συνταγματική επιταγή περί ισοπολιτείας για όλους τους πολίτες και στο περί δικαίου αίσθημα, οδηγεί στην υποτίμηση, αν όχι και στον ευτελισμό, μιας ολόκληρης κατηγορίας πολιτών και λειτουργεί αποτρεπτικά για την ενασχόλησή τους με την αυτοδιοίκηση.

Η λογική να θεωρείται ο μισθός για όσους διαθέτουν την υπαλληλική ιδιότητα, ή η σύνταξη, ως αντιμισθία είναι όχι απλά εσφαλμένη αλλά προκλητικά ανεύθυνη πράξη, καθώς η αντιμισθία που λαμβάνουν όλοι οι αιρετοί πλην υπαλλήλων (με δεδομένο και το μικρό ύψος της σε σχέση με το μέγεθος των ευθυνών και των αντίστοιχων δαπανών που συνεπάγεται η θητεία σε τέτοιου είδους αξιώματα), δεν αντιστοιχεί σε αμοιβή του αιρετού αλλά σε μερική ανταπόδοση:

1. Για τα έξοδα κίνησης τουλάχιστο από τον χώρο διαμονής ως το Δημαρχείο, καθώς, λόγω του ότι οι μη αστικοί Δήμοι σήμερα είναι εκτεταμένοι, υπάρχουν περιπτώσεις όπου θα πρέπει κάποιος να διανύει καθημερινά, και συχνά όχι μόνο μία φορά την ημέρα, αποστάσεις 20 και 30 χιλιομέτρων ή και περισσότερο κάποιες φορές, ενίοτε μάλιστα και σε δρόμους πολύ κακής βατότητας, (ακόμα και σε χωματόδρομους, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του δικού μας Δήμου, του ορεινού Δήμου Θέρμου που μεγάλο μέρος των Κοινοτήτων του συνδέονται με υποτυπώδεις χωματόδρομους), για να φτάνει από το σπίτι του στο Δημαρχείο, κάνοντας χρήση ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτου, καθώς οι συγκοινωνίες σε πολλές περιπτώσεις είναι ανύπαρκτες, πράγμα που συνεπάγεται, όπως είναι αυτονόητο, αυξημένο κόστος μετακίνησης.

2. Για τις δημόσιες σχέσεις που είναι υποχρεωμένος να καλλιεργεί καθένας που θητεύει σ’ αυτές τις θέσεις ευρύτερα και με τις λοιπές βαθμίδες της διοίκησης – από την Περιφερειακή Αυτοδιοίκηση ως την κεντρική διοίκηση – ώστε να είναι πιο αποτελεσματικός στις διεκδικήσεις για τον Δήμο του.

3. Για τις αυξημένες κοινωνικές υποχρεώσεις που συνεπάγεται η θητεία σε τέτοιες θέσεις ευθύνης, πράγμα που είναι πιο έντονο στους Δήμους που απαρτίζονται από πολλούς και μικρούς οικισμούς. Κι αυτό γιατί όχι μόνο κάθε Κοινότητα αλλά και κάθε ξεχωριστός οικισμός από τους πάμπολλους που βρίσκονται διάσπαρτοι ανά την ελληνική επικράτεια, και ακόμα περισσότερο στις ορεινές περιοχές, συγκροτεί και μια μικροκοινωνία με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, στην οποία ο αιρετός του Δήμου πρέπει να δηλώνει κάθε τόσο και για ποικίλους λόγους την παρουσία του. Και απαιτούνται έξοδα αφενός για να φτάσει ως εκεί με δικό του μέσο μετακίνησης, γιατί απαγορεύεται να χρησιμοποιήσει όχημα του Δήμου πλην των αυστηρά υπηρεσιακών υποχρεώσεων, όπως και για τη συμμετοχή του σε ποικίλες πολιτιστικές ή άλλες εκδηλώσεις και σε κοινωνικές υποχρεώσεις.

4. Για τα διαφυγόντα κέρδη από την επαγγελματική του δραστηριότητα, καθότι η μακρόχρονη απουσία κάποιου υπαλλήλου από την υπηρεσία του, προκειμένου να υπηρετήσει την αυτοδιοίκηση, αποβαίνει σε βάρος της υπηρεσιακής του εξέλιξης και των επαγγελματικών του συμφερόντων.

5. Για την υπεραξία που δημιουργείται από τη δραστηριότητα του ως αιρετού υπέρ του Δήμου που υπηρετεί, που πάντα είναι πολλαπλάσια και ενίοτε απείρως πολλαπλάσια σε σχέση με την αντιμισθία που ο ίδιος λαμβάνει.

Μ’ αυτά τα δεδομένα, το ύψος της αντιμισθίας που παρέχεται στους αιρετούς κατά τη θητεία τους στα παραπάνω όργανα υπολείπεται κατά πολύ του αναγκαίου, αφού δεν καλύπτει τις προαναφερόμενες αναγκαιότητες, όπως θα έπρεπε κανονικά και όπως συμβαίνει σε όλα τα προοδευμένα κράτη που σέβονται την αυτοδιοίκηση ως πυλώνα της δημοκρατίας. Κι αυτή την ανεπαρκή έστω ανταπόδοση για τη θητεία στα προαναφερόμενα αξιώματα η πολιτεία επέλεξε να μην την παρέχει σε όσους διαθέτουν την υπαλληλική ιδιότητα, που συνήθως έχουν και τα μικρότερα εισοδήματα σε σχέση με άλλες επαγγελματικές κατηγορίες, με αποτέλεσμα όσους από αυτούς δεν έχουν άλλα εισοδήματα να τους αναγκάζει να αποχωρούν τελείως από τα κοινά.

Έτσι συμβαίνει ενίοτε να χάνει η αυτοδιοίκηση άτομα που είναι απαραίτητα λόγω γνώσεων ή εμπειρίας, πρόβλημα που γίνεται ακόμη πιο έντονο στους μικρούς και απομακρυσμένους Δήμους, όπου, λόγω της δραματικής υποστελέχωσης των υπηρεσιών τους, ο αιρετός λειτουργεί παράλληλα, ή και πιο πολύ πολλές φορές, και ως υπάλληλος και πρέπει να διαθέτει και τις αντίστοιχες γνώσεις γι’ αυτό.

Όσο για τον Δημοτικό Σύμβουλο, τον άμισθο υπηρέτη της κοινωνίας, ούτε λόγος για την πλήρη υποβάθμιση του θεσμού, καθώς ο ρόλος του μόνο με αυτόν του υποζυγίου θα μπορούσε να συγκριθεί, αφού όχι μόνο δεν αμείβεται για τις υπηρεσίες του αλλά ούτε καν για τα έξοδα που συνεπάγεται η συμμετοχή του στη διοίκηση των Δήμων και το μόνο που θεσμοθετήθηκε πρόσφατα είναι κάποια ελάχιστα έξοδα κίνησης για την παρουσία τους στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου και μόνο για όσους διαμένουν σε μεγάλες αποστάσεις από την έδρα του Δήμου. Τη στιγμή μάλιστα που έξοδα κίνησης χορηγούνται ακόμη και στους Προέδρους των Κοινοτήτων.

Κι εδώ προκύπτει αυτονόητα το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να αναβαθμιστεί ο θεσμός της αυτοδιοίκησης όταν συνάμα υποβαθμίζεται η ίδια η ψυχή του, οι αιρετοί της αυτοδιοίκησης, οι άνθρωποι που δίνουν και την ψυχή τους, θυσιάζοντας το προσωπικό τους συμφέρον και παραμελώντας αναγκαστικά προσωπικά ενδιαφέροντα, επάγγελμα και οικογένεια, για να υπηρετήσουν το κοινό συμφέρον, τον τόπο τους, μην προσδοκώντας ίδιο όφελος;

Μα, θα αντιτείνει κανείς, να επιβαρυνθεί ο Δήμος με επιπλέον δαπάνη για να καλύψει και τον μισθό του υπαλλήλου – αιρετού και την αντιμισθία του; Δηλαδή, ως ανταπάντηση, δεν μπορεί ένας ανεξάρτητος θεσμός, ένας Δήμος, εφόσον κρίνεται πως είναι απαραίτητη η παρουσία ενός ανθρώπου αυτής της κατηγορίας σε μία από τις προαναφερόμενες θέσεις, να τον επιλέξει γι’ αυτό και να επωμιστεί και τα έξοδα που αυτή η επιλογή συνεπάγεται;

Και δεν συνυπολογίζεται τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που μπορούν να προκύψουν για τον Δήμο από αυτή την επιλογή; Εξάλλου, με ποιο δικαίωμα το επιτάσσει αυτό η κεντρική διοίκηση; Και γιατί δεν κάνει το ίδιο και για σημαντικές θέσεις στην κεντρική διοίκηση; Ποιος δημοκρατικός κανόνας υπαγορεύει τέτοιες αντιλήψεις;

Εκτός και αποδεχθούμε ότι η ενασχόληση με τα κοινά πρέπει να αποτελεί προνόμιο των λίγων, των εχόντων και κατεχόντων, οπότε τότε δικαιολογούνται αυτού του είδους οι ρυθμίσεις και οι λογικές που επικράτησαν αυτά τα χρόνια, που από τη μια διακηρύσσεται σε όλους τους τόνους η προτεραιότητα για την ενίσχυση της αυτοδιοίκησης και παράλληλα υποβαθμίζονται, και στην ουσία ευτελίζονται, οι λειτουργοί της, οι αιρετοί εκπρόσωποι που αποτελούν την καρδιά και την ψυχή της αυτοδιοίκησης. Δεν συνιστά αυτό υποκρισία;

Μήπως τέτοιου είδους πολιτικές επιλογές ευθυγραμμίζονται έτσι αβασάνιστα και με ισοπεδωτικές αντιλήψεις που ενίοτε κυριαρχούν και στην κοινωνία, χωρίς να λογίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις τους στην ίδια την κοινωνία; Σίγουρα ως έναν βαθμό ισχύει και αυτό κι αυτός είναι ο λόγος που η παρούσα επιστολή απευθύνεται στον υπουργό ως ανοιχτή επιστολή.

Για να πληροφορηθεί καλύτερα η κοινωνία για τις πραγματικές συνθήκες που επικρατούν για τα ζητήματα αυτά και να μορφώσει πιο πλήρη άποψη για τις παραμέτρους αυτών.

Εάν αποκλειστεί η σκοπιμότητα σε τέτοιου είδους ρυθμίσεις – που μάλλον είναι απίθανο να μην υπάρχει σε βαθμό μικρότερο ή μεγαλύτερο – τότε αυτές μπορούν ν’ αποδοθούν αφενός σε άγνοια των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν στο σύνολο της χώρας και αφετέρου στην κεντροβαρή λογική της κεντρικής διοίκησης.

Συνυπευθυνότητα βέβαια σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτά φέρει σίγουρα και το συνδικαλιστικό όργανο της αυτοδιοίκησης, η ΚΕΔΕ, καθώς κι εδώ υπερτερεί η κεντροβαρής λογική που επιτάσσει να εφαρμόζεται ό,τι εξυπηρετεί πρωτίστως τους αστικούς Δήμους της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Ως ένα ακόμη χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό μάλιστα είναι και η διάταξη που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 61, παρ. 6 του Ν. 3852/2010, όπου προβλέπεται ότι “ο δήμαρχος και ο αντιδήμαρχος είναι υποχρεωμένοι να κατοικούν στο δήμο με εξαίρεση τους δημάρχους και αντιδημάρχους των δήμων των Νομών Αττικής και Θεσσαλονίκης”. Αλήθεια, στις άλλες περιοχές της χώρας δεν υπάρχουν περιπτώσεις και ειδικές συνθήκες που για αντικειμενικούς λόγους, (επαγγελματικούς ή άλλους), επιβάλλεται κάποιες φορές ο δήμαρχος ή ο αντιδήμαρχος να μένει σε διπλανό δήμο;

Δεν μπορεί δηλαδή ο αιρετός σε μια πόλη να διαμένει στο πατρικό του, στο χωριό του, ή σε ένα όμορφο μέρος, βουνό, λίμνη ή παραθαλάσσιο μέρος σε μια κοντινή περιοχή, αν του αρέσει η φύση, που όμως δεν υπάγεται διοικητικά στον Δήμο που είναι εκλεγμένος; Σε ποια εποχή ζούμε; Ή δεν μπορεί ο αιρετός ενός ορεινού Δήμου που η επαγγελματική του δραστηριότητα ή οι ιδιαίτερες ανάγκες της οικογένειάς του τον υποχρεώνουν να μένει στην κοντινή πόλη να αναλαμβάνει αξίωμα στον Δήμο του; Και γιατί αυτό δεν ισχύει για τους Νομούς της Αττικής και της Θεσσαλονίκης; Γιατί τροποποιήθηκε η αντίστοιχη διάταξη που ίσχυε για όλους τους Νομούς (να διαμένουν οι αιρετοί εντός Νομού) και εξαιρέθηκαν οι δυο προαναφερόμενοι Νομοί; Πρόκειται ασφαλώς για μια τουλάχιστο απαράδεκτη διάταξη, για να αποφύγω χειρότερη έκφραση που θα μπορούσε ν’ αποδώσει το μέγεθος της ανεπάρκειας των εχόντων την ευθύνη της συμπερίληψης τέτοιων διατάξεων σε νομοθετήματα.

Για να μη θεωρηθεί ότι με τα προαναφερόμενα αποσκοπώ στην κατάληψη μιας θέσης από τις προαναφερόμενες, είμαι υποχρεωμένος να πω ότι όσο με αφορά προσωπικά, μιας και ασκώ το επάγγελμα του εκπαιδευτικού – δημοσίου υπαλλήλου και παράλληλα είμαι εκλεγμένος Δημοτικός Σύμβουλος στον Δήμο Θέρμου, έχοντας διανύσει μια μακρά διαδρομή τριών δεκαετιών συνεχούς ενασχόλησης με την αυτοδιοίκηση της περιοχής μου και όντας εκ νέου εκλεγμένος Δημοτικός Σύμβουλος, δηλώνω ότι δεν αποτελεί προτεραιότητά μου η διεκδίκηση για άλλη μια φορά θέσης Αντιδημάρχου ή Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου, παρεκτός και κάτι τέτοιο συνιστά αναγκαιότητα για τον Δήμο μου και κρινόταν πως θα έπρεπε να αξιοποιηθεί η εμπειρία μου προς το συμφέρον του Δήμου. Μπορώ εξάλλου να προσφέρω ποικιλοτρόπως, ίσως και περισσότερο, και χωρίς άλλο αξίωμα, πέρα από αυτό το τιμητικό του Δημοτικού Συμβούλου, του άμισθου υπηρέτη του κοινωνικού συνόλου, και το κάνω χρόνια τώρα.

Δεν μπορώ όμως να αποδεχθώ πως πρέπει να ανέχομαι να μου αποστερείται στην ουσία το συνταγματικό μου δικαίωμα να μπορώ να λάβω και ένα επιπλέον αξίωμα στον χώρο που δραστηριοποιούμαι και να μην εκφράσω δημοσίως τη διαμαρτυρία μου για την απαξίωση που υφίσταμαι από τις προαναφερόμενες διατάξεις τόσο εγώ όσο και ολόκληρος ο υπαλληλικός κλάδος. Αυτό, βέβαια, είναι κάτι που θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται στις πρώτιστες διεκδικήσεις των κεντρικών οργάνων των συνδικαλιστικών δημοσιοϋπαλληλικών οργανώσεων και της ΚΕΔΕ, καθώς αποτελεί τιμή για τον υπαλληλικό κλάδο η ενασχόληση μελών του μ’ αυτά τα αξιώματα, αλλά ίσως κάτι τέτοιο να μην αποτελεί προτεραιότητα σε μια συνδικαλιστική λογική που ενίοτε εκφράζεται με όρους ισοπεδωτικούς.

Εξάλλου, υπάρχει μια αρχή απαραβίαστη σύμφωνα με την οποία η προσφορά υπηρεσίας αντιστοιχεί σε αμοιβή, αν όχι αντίστοιχη έστω και μικρότερη του προσφερόμενου έργου, αλλά επ’ ουδενί δικαιολογείται όχι μόνο να μην αμείβεται αλλά να προσφέρει και τα όποια υπάρχοντά του αυτός που προσφέρει υπηρεσία, και μάλιστα απαιτητική υπηρεσία, σ’ αυτόν που δέχεται το όφελος. Κάτι που συμβαίνει με τους αιρετούς στους Δήμους κι ακόμη περισσότερο με όσους απ’ αυτούς έχουν την υπαλληλική ιδιότητα, οι οποίοι καλούνται να προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο όχι μόνο μη αμειβόμενοι αλλά και αποστερούμενοι μεγάλου μέρους των εσόδων τους. Πρόκειται ασφαλώς για παραλογισμό που πρέπει να αρθεί.

Κύριε Υπουργέ
Καταλήγοντας, μετά την παράθεση των παραπάνω επιχειρημάτων και ενόψει των εξαγγελιών για θεσμικές παρεμβάσεις που αναφέρονται στη λειτουργικότητα των Δήμων, θεωρώ απαραίτητο να μεριμνήσετε να συμπεριληφθούν σ’ αυτές και τα προαναφερόμενα ζητήματα, και συγκεκριμένα να χορηγηθεί η αντιμισθία και στους αιρετούς της αυτοδιοίκησης που διαθέτουν την υπαλληλική ιδιότητα, όπως αντίστοιχα και πλήρης αντιμισθία στους συνταξιούχους αιρετούς (άρθρα 92 & 93 του Ν. 3852/2010), να προβλεφθεί οικονομική ανταπόδοση στους Δημοτικούς Συμβούλους αναλογικά με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το αξίωμα που κατέχουν και να απαλειφθούν διάφορες αχαρακτήριστες διατάξεις όπως αυτή περί της κατοικίας αιρετών (παρ. 6, Άρθρο 61 του Ν. 3852/2010), ζητήματα που άπτονται της συνταγματικής επιταγής περί ισοπολιτείας για όλους τους πολίτες, μεταξύ πολλών άλλων που συμπεριλαμβάνονται στον πιο πρόσφατο νόμο για την αυτοδιοίκηση (Ν. 4555/2018).

Θα πρόκειται για σημαντική συμβολή στην αναγκαιότητα εξορθολογισμού των νομοθετημάτων που αναφέρονται στη λειτουργία της τοπικής διοίκησης προς όφελος της αποτελεσματικότητας που αποτελεί μέγιστη προτεραιότητα για τη δημόσια διοίκηση.

Advertisements

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ VIDEO
aluxal web banner new logo Τοπική Διαφήμιση
tsiknas600x338 Τοπική Διαφήμιση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε Επίσης

Back to top button