Ροή ΕιδήσεωνΤαξίδι στο Χρόνο

Κάποτε στη Λευκάδα: Παγοποιείο και ψαραποθήκη

Από το πρωί το παγοποιείο του Ράπτη στον Άγιο Δημήτρη ήτανε γεμάτο κόσμο που περίμεναν να βγει ο πάγος να φορτώσουν για τα μαγαζιά και τα καΐκια.

Όλοι στη σειρά έξω από το κτήριο με τα κάρα περίμεναν τις παγοκολόνες να βγουν από το τετράγωνο άνοιγμα του παλιού τοίχου και μέσα στο μαγαζί πελάτες με διχτάκια έτοιμα στα χέρια αγόραζαν πάγο για το σπίτι. Ηλεκτρικό ψυγείο είχαν λίγοι, οι περισσότεροι την βόλευαν με ξύλινα ψυγεία και το παγοποιείο έφτιαχνε πάγο από το Πάσχα και μετά και μέχρι και το φθινόπωρο.


Κάθε πρωί πήγαινα με το σπάγκινο λευκό διχτάκι μου να πάρω ένα τέταρτο πάγο για το ψυγείο του σπιτιού μας. Παρατηρούσα τον κόσμο που περίμενε στην ουρά υπομονετικά να προβάλλουν οι μεγάλες παγοκολόνες κι έτσι έβρισκα την ευκαιρία να τρυπώσω στο δωμάτιο που ετοιμαζόταν ο πάγος. Η μυρωδιά της υγρασίας και της αμμωνίας επικρατούσε στο χώρο. Ο Αντώνης ο Κοψιδάς, υπάλληλος του παγοποιείου, ήταν ανεβασμένος πάνω στις πελώριες δεξαμενές που καταλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος του κτηρίου.

Μακρόστενες μεταλλικές φόρμες διαπερνούσαν τις δεξαμενές κατά μήκος, η μια πλάι στην άλλη σε ένα μεταλλικό πλαίσιο και εκεί πάγωνε το νερό. Οι δεξαμενές αυτές ήταν σκεπασμένες με ξύλινα μαδέρια και από πάνω στην οροφή υπήρχαν δυο μακριές ράγες δεξιά και αριστερά όπου πάνω τους έτρεχε ένας γερανός. Ο Αντώνης με τα χέρια τραβούσε την αλυσίδα που γύριζε μια τροχαλία η οποία σήκωνε τα πλαίσια με τις μεταλλικές φόρμες του πάγου και τις μετέφερε μέχρι την τσιμεντένια πλατφόρμα που ήταν καλυμμένη με λαστιχένια προστατευτικά φύλλα.

Όταν έφταναν οι φόρμες στο τσιμεντένιο άνοιγμα του τοίχου, νερό από σωλήνες έπεφτε στις φόρμες για να ξεκολλήσει ο πάγος από το μέταλλο κι ο Αντώνης τις κατέβαζε να ακουμπήσουν στο άνοιγμα και τις πλάγιαζε τραβώντας τον μηχανισμό με την αλυσίδα. Έτσι οι παγοκολόνες γλιστρούσαν με φόρα η μια πλάι στην άλλη και σταματούσαν με δύναμη πάνω στο χοντρό λάστιχο στο τελείωμα του τσιμεντένιου πάγκου. Στην δεξιά πλευρά αυτού του πάγκου υπήρχε ένα άνοιγμα που οδηγούσε σε μια ξύλινη ράμπα και οι παγοκολόνες έβγαιναν από κει και φορτώνονταν στα κάρα που περίμεναν.

Οι εργάτες του παγοποιείου έκοβαν με μεγάλα μεταλλικά χατζάρια τις παγοκολόνες σε κομμάτια που έπαιρναν οι πελάτες για το σπίτι. Το νερό απ’ τον λιωμένο πάγο κυλούσε σ’ ένα αυλάκι που περνούσε όλη την γειτονιά και έφτανε μέχρι τον μόλο που έβγαινε στην θάλασσα. Εμένα πάντα μου άρεσε να φτιάχνω καραβάκια με τα άδεια κουτιά απ’ τα τσιγάρα και να τα βάζω στο νερό του πάγου που έτρεχε και εγώ ξοπίσω τους έφτανα μέχρι τη θάλασσα.

Τόσο πολύ ξεχνιόμουνα στα παιδικά μου αυτά μικρά ταξίδια, που ο πάγος στο μεταξύ έλιωνε κι όταν πια έφτανα στο σπίτι έβρισκα τη μάνα μου να με κοιτάζει με απορία και να κουνάει το κεφάλι της σαστισμένη για την αφηρημάδα μου…

lefk (2)

Έσκαγε ο τζίτζικας απ’ τη ζέστη. Στο καφενείο του μόλου ο, μπάρμπα Φώτης έριχνε νερό απ΄τη θάλασσα μ’ ένα σίσκλο στο χωμάτινο δρόμο για δροσιά, το ραδιόφωνο έπαιζε δυνατά κι όλοι ακούγανε τις μεσημεριανές ειδήσεις στο δεύτερο πρόγραμμα πίνοντας ουζάκι για να ανοίξει η όρεξη. Στο μεταλλικό τραπεζάκι κάτω από την κληματαριά, ένα λευκό πιατέλο γεμάτο βρασμένους προσφορίτους, πασπαλισμένους με ξύδι, λάδι και ρίγανη, αγγούρι με χοντρό αλάτι και ξύδι και ελιές ξιδάτες καρφωμένες με οδοντογλυφίδες περίμεναν τους ψαράδες να τα απολαύσουν.

Στο ισόγειο του μεγάλου αρχοντικού του Θεμελή, βρισκόταν η καρβουναποθήκη του μπάρμπα Νίκου του Ρεγάντου. Εκεί αποθήκευε τα κρασιά και το ξύδι σε μεγάλα βαρέλια και πουλούσε κάρβουνα σε σακιά. Το καλοκαίρι ο μπάρμπα Νίκος άφηνε τον γείτονα και φίλο του Σπύρο Ράκια να πουλάει καρπούζια. Διάχυτη μυρωδιά κρασιού πλημμύριζε τον αέρα. Ήταν η εποχή που ετοίμαζε τα βαρέλια για τα νέα κρασιά της χρονιάς γι’ αυτό και κάθε χρόνο πριν τον τρύγο είχε τα άδεια βαρέλια παρατεταγμένα στην σειρά στον μόλο δίπλα στην θάλασσα. Κάθε μέρα τα γέμιζε με φρέσκο θαλασσινό νερό που έπαιρνε μ’ ένα σίσκλο απ’ τη θάλασσα και τα άφηνε να τα ψήσει ο ήλιος μέχρι το βράδυ που τα άδειαζε.

Στην ψαραποθήκη του Σπύρου του Βελέντζα οι ανοιχτές κασέλες γεμάτες από ολόφρεσκα ψάρια που είχαν πιάσει οι ψαράδες περίμεναν να γεμίσουν με τριμμένο πάγο που έφτιαχνε μια μηχανή που θρυμμάτιζε τις μεγάλες παγοκολώνες, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Ύστερα οι κασέλες γέμιζαν, σφραγίζονταν και φορτώνονταν στο φορτηγό της ΚΙΦΑ με προορισμό την κεντρική ψαραγορά της Αθήνας.

lefk (3)

Δίπλα στην ψαραποθήκη του Βελέντζα ήταν το μικρό καφενείο της κυρά Βαρβάρας του Ζαβιτσάνου και δίπλα στο ίδιο κτήριο ο άνδρας της ο κύριος Ζώης ο Ζαβιτσάνος διατηρούσε εργαστήριο και εμφιαλωτήριο αναψυκτικών. Λεμονάδες, πορτοκαλάδες και γκαζόζες «Γκλόρια» έγραφαν τα μεταλλικά καπάκια των γυάλινων μπουκαλιών με το σαγρέ λαιμό.

Δίπλα σ’ ένα μηχάνημα ο βοηθός του κυρίου Ζώη, γέμιζε τα ξύλινα καφάσια με τα μπουκάλια. Τα εργαστήρια αναψυκτικών ήταν δύο η «Γκλόρια» και η ΖΕΝΙΘ του Τασσόπουλου. Εκπληκτική η πορτοκαλάδα της «Γκλόρια», αξεπέραστη όμως και η γεύση της γκαζόζας ΖΕΝΙΘ.

Γράφει ο Πάνος Φέξης

aromalefkadas

Χορηγούμενη

thumbnail Τοπική Διαφήμιση
aluxal web banner new logo Τοπική Διαφήμιση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαβάστε Επίσης

Back to top button