Ηλεία, 1960: Ο Γιάννης ο φονιάς που σκότωσε με επτά μαχαιριές την άπιστη γυναίκα του
Δεν καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο - Επέστρεψε σαν ήρωας στο χωριό του και έγινε τραγούδι από τον Μάνο Χατζιδάκη και τον Νίκο Γκάτσο
Ο Γιάννης ο φονιάς, παιδί μιας Πατρινιάς
κι ενός Μεσολογγίτη
Προχτές την Κυριακή μετά απ’ τη φυλακή
επέρασ’ απ’ το σπίτι
Του βγάλαμε γλυκό,τού βγάλαμε και μέντα
μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί
στα μάτια τα μεγάλα
Τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά
και βγήκε από τη σάλα
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς
με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά
και τ’ όνειρο που εχάθη
Οι στίχοι του Νίκου Γκάτσου και η φωνή του Μανώλη Μητσιά, στην εξαίσια μουσική του Μάνου Χατζιδάκι από τον δίσκο «Αθανασία» του 1976, μας αφηγούνται, ποιητική αδεία, την ιστορία ενός φονικού που έχει και πραγματικό υπόβαθρο. Ο ποιητής είχε μάθει για αυτό το φονικό από φίλο του δημοσιογράφο και παραγωγό της ΕΡΑ, τον Γιώργο Μητρόπουλο, του οποίου ο πατέρας ήταν φίλος του «Γιάννη» του φονιά. Το πραγματικό όνομα του θύτη δεν ήταν Γιάννης, όμως αυτό εξυπηρετούσε την έμπνευση του Νίκου Γκάτσου, και έτσι έμεινε μέχρι τις μέρες μας.
***
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που έχει κυκλοφορήσει μαζί με το ΘΕΜΑ της Κυριακής
***
Η υπόθεση από την οποία εμπνεύστηκε ο Νίκος Γκάτσος εκτυλίσσεται σε ένα χωριό της Ηλείας με το όνομα Πόθος, στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Εκεί ζει ο μετέπειτα δράστης, ο 40χρονος Θόδωρος με την 36χρονη γυναίκα του Δήμητρα. Μαζί έχουν αποκτήσει επτά παιδιά και ζουν μία ήσυχη ζωή μέσα στα ασφυκτικά κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια της ελληνικής επαρχίας εκείνης της εποχής. Ο Θόδωρος ασχολείται με γεωργικές εργασίες και για να συμπληρώσει το εισόδημά του παίζει λαούτο σε πανηγύρια και γιορτές της περιοχής.
Το όργανο του το έμαθε ένας στενός του φίλος, ο Κώστας, ο οποίος και εκείνος έπαιζε βιολί. Οι δυο τους έφτιαξαν μία μικρή κομπανία και γύριζαν στα πανηγύρια διασκεδάζοντας τους κατοίκους. Η Δήμητρα ασχολείτο αποκλειστικά με την ανατροφή των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού. Όπως λένε τα δημοσιεύματα της εποχής, ήταν μία πολύ όμορφη γυναίκα, κάτι που την έκανε αντικείμενο σχολιασμού από τους χωριανούς, οι οποίοι της απέδιδαν και τη φήμη των ακόρεστων ερωτικών ορέξεων.
Ο Θόδωρος ήταν δεμένος με στενή φιλία με τον Κώστα και μάλιστα αρκετές φορές τον φιλοξενούσε στο σπίτι του θεωρώντας τον δικό του άνθρωπο. Όμως δεν περίμενε ότι θα ανακάλυπτε κάτι που θα ανέτρεπε όλη τους τη ζωή και θα τον οδηγούσε σε μία φρικτή πράξη. Όλα έγιναν τα ξημερώματα της 1ης Αυγούστου του 1960. Εκείνο το βράδυ οι δύο φίλοι έπαιζαν σε ένα πανηγύρι. Όταν τελείωσαν και καθώς ήταν και οι δύο μεθυσμένοι, ο Θόδωρος ζήτησε από ένα από τα παιδιά του να πάει τα όργανα, το λαούτο και το βιολί, στο σπίτι.