Δημήτρης Κοκολάκης: Ο εμβληματικός σέντερ του ελληνικού μπάσκετ
Ο πρώην διεθνής αθλητής του μπάσκετ Δημήτρης Κοκολάκης, υπήρξε ένας από τους κορυφαίους Έλληνες σέντερ της εποχής του.
Αν και το μπάσκετ τον ανακάλυψε στο τέλος της εφηβείας του, δούλεψε πολύ σκληρά, αφοσιώθηκε στο στόχο του, κάλυψε τις αδυναμίες του, διέψευσε όσους τον αμφισβήτησαν και εξελίχθηκε σε μια εμβληματική μορφή του αθλήματος, εντός και εκτός ελληνικών συνόρων.
Το 2019, τιμήθηκε από τον Παναθηναϊκό ως ένα από τα σημαντικότερα πρόσωπα στην ιστορία της ομάδας, που συμπλήρωνε τότε 100 χρόνια μπασκετικής ιστορίας.
Γεννήθηκε το 1949, κατάγεται από τα Φραντζεσκιανά Μετόχια Ρεθύμνης και είναι ανιψιός του λυράρη Ανδρέα Ροδινού. Όταν ρωτούσαν τη μητέρα του τί τον ταϊζει και έγινε έτσι ψηλός, εκείνη απαντούσε “αβρωνιές”, δηλαδή χόρτα!
Όπως έχει πει ο ίδιος κατάγεται από ψηλό σόι, με παππούδες που έφταναν τα δύο μέτρα.
Τα 2.16 του ύψους του, ήταν σπάνια στην εποχή του και φυσικά δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητα. Όταν το 1969 βρέθηκε στην Αθήνα σε ηλικία 20 χρονών για να υπηρετήσει τη θητεία του, αποτέλεσε το “μήλον της έριδος” μεταξύ του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού. Δικαίως. Ήταν η εποχή που παίκτες με ύψος 1,95 έπαιζαν σέντερ.
Η δύσκολη αρχή
Ο Κοκολάκης επέλεξε τον παναθηναϊκό. Ήταν 23 ετών και πολύ αδύνατος, κάτι λογικό αν όντως μεγάλωνε με αβρωνιές. Είχε ασχοληθεί για πρώτη φορά με το μπάσκετ πριν λίγα χρόνια, χωρίς ιδιαίτερη καθοδήγηση και ανταγωνισμό και το σώμα του ήταν αδύναμο.
Τεχνικά δεν είχε καμία αρετή. Το ύψος του όμως και ο χαρακτήρας του, άξιζαν να ασχοληθούν μαζί του σοβαρά και να ελπίζουν για το καλύτερο.
Παρότι αμφισβητήθηκε έντονα, δούλεψε σκληρά και όχι μόνο κάλυψε το χαμένο έδαφος αλλά έγινε ένας από τους πρωταγωνιστές του ελληνικού πρωταθλήματος.
Με τη βοήθεια των πρωταθλητών του στίβου Ζαχαρόπουλου και Μανωλόπουλου, ο νεαρός αθλητής άρχισε να τρέχει για να βελτιώσει τη φυσική του κατάσταση και να αποκτήσει αντοχή. Επίσης πήγε σε σχολή μπαλέτου προκειμένου να δυναμώσει και να γίνει ευκίνητος. Ταυτόχρονα ξεκίνησε να μαθαίνει τα βασικά του αθλήματος με την αμέριστη συμπαράσταση του συμπαίκτη του Ανδρέα Χαϊκάλη.
Όπως έχει πει ο Δημήτρης Κοκολάκης, τα πρώτα χρόνια φορούσε παπούτσια τρία νούμερα μικρότερα, διότι δεν μπορούσαν να βρεθούν αθλητικά νούμερο 49.
Έφτιαξε ο ίδιος αυτοσχέδια παπούτσια χρησιμοποιώντας λάστιχα αυτοκινήτων και πέρασαν αρκετά χρόνια για να φορέσει κανονικά αθλητικά.
Με τη βοήθεια του Χαϊκάλη αλλά και ακολουθώντας τις οδηγίες του Γιώργου Βασιλακόπουλου, Θέμη Χολέβα, Ρίτσαρντ Ντουκσάιρ και του Κώστα Μουρούζη έγινε ο Έλληνας καλαθοσφαιριστής που κατέκτησε τα περισσότερα πρωταθλήματα Ελλάδος.
Η σκληρή δουλειά του ανταμείφθηκε και σταδιακά άρχισε να παίρνει χρόνο συμμετοχής. Το 1973 βρέθηκε στη βασική πεντάδα της ομάδας με συμπαίχτες τον Απόστολο Κόντο, τον Χρήστο Ιορδανίδη, τον Χρήστο Κέφαλο και τον Χάρη Παπάζογλου.
Αγωνιζόμενος στον Παναθηναϊκό κατέκτησε εννέα πρωταθλήματα Ελλάδας και τρία κύπελλα.
Από τον Παναθηναϊκό έφυγε το 1983 μετά από 14 χρόνια και συνολικά 12 τίτλους, καθώς ήρθε σε ρήξη με τη διοίκηση της ομάδας για οικονομικούς λόγους. Τον απέκτησε ο Άρης με τον οποίο κατέκτησε άλλα τρία πρωταθλήματα και δύο κύπελλα Ελλάδας.
Αποχώρησε με άσχημο τρόπο από την ομάδα, διεκδικώντας δικαστικά τα χρήματα του, φτάνοντας τελικά σε έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό. Του έδωσαν την ελευθέρας για να πάει στον Ηλυσιακό μαζί με άλλους βετεράνους, όπου έκλεισε την καριέρα του το 1988.
Εθνική ομάδα
Έχει φορέσει μία φορά τη φανέλα της εθνικής εφήβων σημειώνοντας 10 πόντους και 178 φορές της εθνικής αντρών σημειώνοντας 1.282 πόντους. Στην εθνική αντρών έπαιξε πρώτη φορά στις 13 Μαΐου 1974 σε φιλικό παιχνίδι με την Αυστρία. Υπήρξε διεθνής και με την εθνική ενόπλων κατακτώντας πολλά μετάλλια.
Αγωνίστηκε στα Ευρωμπάσκετ 1975, 1979, 1981, 1983. Σημαντική επίσης ήταν η παρουσία του στην εθνική ομάδα το 1979, όταν η Ελλάδα νίκησε δύο φορές την ισχυρή εθνική Γιουγκοσλαβίας, στον τελικό του βαλκανικού πρωταθλήματος και στον τελικό των Μεσογειακών Αγώνων.
Αγωνίστηκε με την εθνική για τελευταία φορά στις 13 Φεβρουαρίου 1986 με την Πολωνία για τα προκριματικά του παγκοσμίου πρωταθλήματος.
Με άκομψο τρόπο σταμάτησε και από την εθνική ομάδα μετά από νικηφόρο αγώνα, έναν από τους πιο σημαντικούς στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ.
Τον Νοέμβριο του 1985 η Εθνική κέρδισε τη Γαλλία και πήρε την πρόκριση για το Μουντομπάσκετ της επόμενης χρονιάς στα ισπανικά γήπεδα.
Ο Κοκολάκης είχε μια εξαιρετική παρουσία με 21 πόντους και ήταν πολύτιμος “σύμμαχος” του Νίκου Γκάλη.
Δεν είχε όμως ξεχάσει την κουβέντα του προπονητή Κώστα Πολίτη. Πριν από τον αγώνα, για άγνωστο λόγο, του είπε πως “όταν ψοφάει ο γάιδαρος, κουνάει την ουρά του”, θέλοντας να τονίσει την ηλικία του. Όπως έχει δηλώσει ο Δημήτρης Κοκολάκης, η κουβέντα αυτή τον πίκρανε και στα αποδυτήρια αρνήθηκε το προτεταμένο χέρι του Πολίτη για συγχαρητήρια.
Ενημέρωσε τους συμπαίχτες του για την απόφαση του να αποσυρθεί από την εθνική, όπως και έπραξε μετά τον τελευταίο αγώνα με τη Βουλγαρία στο ΣΕΦ.
Ο Δημήτρης Κοκολάκης ήταν ο ενδιάμεσος και συνδετικός κρίκος δύο μεγάλων ψηλών του ελληνικού μπάσκετ, του Γιώργου Τρόντζου και του Παναγιώτη Φασούλα.
Κατάφερε εκπληκτικά πράγματα για έναν αθλητή που δεν μεγάλωσε με την μπάλα στα χέρια. Αντιθέτως στην ηλικία που άλλοι απογειώνουν την καριέρα τους, αυτός ξεκίναγε να διδαχθεί, να κατανοήσει και να αφομοιώσει βασικές κινήσεις του σέντερ. Αναμφισβήτητα τα κατάφερε.
Στέκεται ισάξια ανάμεσα στους κορυφαίους, ως ένας από τους καλύτερους Έλληνες σέντερ όλων των εποχών, χαρακτηριστικό παράδειγμα για το που μπορεί να φτάσει ένας αθλητής με την αφοσίωση, τη σκληρή δουλειά και φυσικά το ταλέντο.