Απαλλαγή από τα Θρησκευτικά με επίκληση της θρησκευτικής συνείδησης
Γιατί η δήλωση ότι ο μαθητής «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος», ώστε να χορηγηθεί απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν μπορεί να ισχύει.
Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής δημοσιοποίησε την εισήγησή του (22 σελίδων) για τη διδασκαλία των Θρησκευτικών στα σχολεία, αλλά και για την απαλλαγή των μαθητών από το συγκεκριμένο μάθημα.
Όπως τονίζεται, λοιπόν, στην εισήγηση, το μάθημα των Θρησκευτικών οφείλει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε, με σαφήνεια και πληρότητα, τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χωρίς να καλλιεργούνται αμφιβολίες ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την ορθόδοξη χριστιανική πίστη, ούτε να προκαλείται σύγχυση με τη διδασκαλία άλλων δογμάτων και θρησκειών) χωρίς αυτό να προσκρούει στην απαραβίαστη θρησκευτική ελευθερία, καθώς αφορά αποκλειστικώς στους μαθητές που ασπάζονται το ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και όχι τους ετεροδόξους, αλλοθρήσκους ή αθέους.
Προβλέπει, δε, τη δυνατότητα της μη αποκάλυψης του θρησκεύματος των μαθητών, καθώς και την απαλλαγή τους από την παρακολούθηση του μαθήματος με μια Υπεύθυνη Δήλωση του ν.1599/1986, του ίδιου του μαθητή (αν είναι ενήλικος) ή και των δύο γονέων του (αν είναι ανήλικος), στην οποία θα αναφέρεται το εξής: «Λόγοι θρησκευτικής συνείδησης δεν επιτρέπουν τη συμμετοχή μου ή του παιδιού μου στο μάθημα των Θρησκευτικών».
Η δήλωση, όπως σημειώνει στην εισήγησή του το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ότι ο μαθητής «δεν είναι Χριστιανός Ορθόδοξος», ώστε να χορηγηθεί απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών, δεν μπορεί να ισχύει διότι είναι αντίθετη με το άρθρο 13 το οποίο κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και τη θρησκευτική ελευθερία, ως συνταγματική αρχή και ως ατομικό δικαίωμα, και με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, καθώς αντιβαίνει στην αρνητική θρησκευτική ελευθερία των μαθητών και των γονέων τους αλλά και με το άρθρο 5 , που καθιερώνει την θεμελιώδη αρχή της αναγκαιότητας της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, θα αρκούσε η γενική επίκληση στη δήλωση λόγων θρησκευτικής συνειδήσεως και όχι η αναφορά της πίστεως ή της μη πίστεως σε συγκεκριμένο θρήσκευμα.
Και προσθέτει: «Το κράτος δεν δικαιούται να υποχρεώνει τα άτομα να αποκαλύπτουν τις πεποιθήσεις τους σχετικά με τα πνευματικά ζητήματα ούτε να εξακριβώνει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, ούτε, εν γένει να παρεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο στη σφαίρα της ατομικής συνειδήσεως. Επίσης, είναι ανεπίτρεπτη η μεταβολή της θρησκευτικής εκπαίδευσης στο σχολείο σε δογματική ομολογία πίστεως ή πολλώ μάλλον σε κατήχηση».
«Να μην υπάρχει ελεύθερη ώρα»
Ακόμη, τονίζει, «το κράτος οφείλει να μεριμνήσει να μην υπάρχει ”ελεύθερη ώρα” σε όσους μαθητές δηλώνουν απαλλαγή από το μάθημα των Θρησκευτικών. Η μέριμνα αυτή μπορεί να ικανοποιηθεί διττώς. Η πρώτη εκδοχή έγκειται στην υποχρέωση της πολιτείας να προβλέψει τη διδασκαλία ισότιμου μαθήματος προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος ”ελεύθερης ώρας”, εφόσον συγκεντρώνεται ικανός αριθμός μαθητών που απαλλάσσονται από το μάθημα των Θρησκευτικών (νομολογία ΣτΕ).
Η δεύτερη ανάγνωση έγκειται στο ότι η υποχρέωση του Κράτους είναι να εξασφαλίσει ότι οι μαθητές δεν θα έχουν «ελεύθερη ώρα» (κατά το ΣτΕ το οποίο προχωρεί και σε μια ενδεικτική πρόταση) ή «χαμένη διδακτική ώρα» (κατά το ΕΔΔΑ) και ο τρόπος που αυτό θα επιτευχθεί αποτελεί ευθύνη της Πολιτείας».
Και σε άλλο σημείο αναφέρει: «Η εισαγωγή άλλου μαθήματος σε περίπτωση που ο συνολικός αριθμός των μαθητών, που δεν παρακολουθούν το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι ικανός, για να δημιουργηθεί τμήμα, προκαλεί νέα ζητήματα… Οι μαθητές θα βρίσκονται τις ώρες διδασκαλίας των Θρησκευτικών σε άλλο κατάλληλο χώρο με τον εκπαιδευτικό που θα του έχει ανατεθεί η διδασκαλία όσων απαλλάσσονται».
Δείτε εδώ αναλυτικά την εισήγηση.